18/11/09

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - A'

Ο αντισημιτισμός δεν είναι, όπως συνήθως πιστεύεται, εξίσου παλαιός με τους Εβραίους.[1] Οι Εβραίοι, ενώ είχαν δική τους χώρα, πάντα αντιμετώπιζαν τη φυσική εχθρότητα των γειτονικών εθνών, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι που θα μπορούσε να οριστεί ως αντισημιτισμός. Η ανάπτυξη του αντισημιτισμού έμελλε να γίνει αργότερα, στη Διασπορά, και δεν ήταν παρά τον 3ο αιώνα π.Χ.[2] που μπόρεσε να διακριθεί καθαρά.
Η Έξοδος του Ισραήλ από την Αίγυπτο, τον 13ο αιώνα π.Χ., έχει χαρακτηριστεί ως «το πρώτο πογκρόμ». Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν σ’ αυτόν το διωγμό, από την Αίγυπτο, κάποιον αντισημιτικό χαρακτήρα. Και μπορεί να χαρακτηριστεί αντισημιτικός, μόνον αν διευρύνουμε τη σημασία του όρου. Η Αίγυπτος εκείνη την περίοδο είχε αναπτύξει μία έντονη ξενοφοβία, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πολυάριθμες σημιτικές φυλές στα ανατολικά της, οι οποίες συνέχιζαν να κατακλύζουν την εύφορη κοιλάδα του Νείλου. Η μισητή δυναστεία των Υξώς είχε τελειώσει, αφήνοντας στους Αιγύπτιους τον φόβο για οποιαδήποτε σημιτικά στοιχεία στο έδαφός τους: «Κοιτάξτε πόσο πολυάριθμος και δυνατός είναι ο λαός του Ισραήλ, που αυξάνει περισσότερο από εμάς! Ελάτε, ας επινοήσουμε κάτι εναντίον τους, για να μην πολλαπλασιασθούν, και αν γίνει πόλεμος ενωθούν με τους εχθρούς μας και μας πολεμήσουν και αναχωρήσουν από τον τόπο μας» (Έξοδος 1:9-10). Αυτά τα λόγια του Φαραώ φανερώνουν μάλλον έναν ανήσυχο και καχύποπτο ηγέτη, και όχι έναν εχθρό του Εβραϊσμού.
Η σχεδόν χιλιετής περίοδος, από την Έξοδο μέχρι τον Έσδρα και τον Νεεμία (5ος αιώνα π.Χ.), ήταν μία επίπονη περίοδος πνευματικής και πολιτιστικής διαμόρφωσης. Ο λαός που ο Μωυσής οδήγησε στη Χαναάν έζησε μέσα σε μία θρησκευτική απομόνωση και σφυρηλάτησε μία κοινωνική αλληλεγγύη που διατηρήθηκε και τις επόμενες χιλιετίες. Από την κορυφή του Σινά, η φωνή του Γιαχβέ είχε βροντοφωνήσει το δόγμα του Ενός Θεού: «Εγώ Είμαι, ο Κύριος, ο Θεός σου... δεν θα έχεις άλλους θεούς εκτός από Εμένα» (Έξοδος 20:2-3). Και η εκλογή του Ισραήλ από τον Θεό είχε τονιστεί το ίδιο καθαρά: «Εγώ, ο Κύριος, Είμαι Άγιος, Εγώ σας έχω ξεχωρίσει από τα άλλα έθνη για να είστε δικοί μου» (Λευιτικό 20:26). Από αυτές τις υπερβατικές διακηρύξεις προέκυψε μία πληθώρα τελετουργικών, κανόνων και εθίμων που κατέστησαν τον λαό Ισραήλ το χρισμένο από τον Θεό έθνος, ανάμεσα στα άλλα έθνη της γης. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία: ο αποχωρισμός τους από τα άλλα έθνη ήταν το θέλημα του Θεού.
Καθώς περνούσαν μέσα από την ταραχώδη περίοδο των Κριτών, των Βασιλέων και των Προφητών, ο κόσμος, κατά κανόνα, δεν τους είχε δώσει μεγάλη προσοχή.[3] Μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Ηρόδοτος - αυτός ο σχολαστικός περιηγητής και πρωτοπόρος ιστορικός που είχε επισκεφτεί πολλές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης της «Παλαιστίνης της Συρίας» - αγνοούσε τους Εβραίους στην περιεκτική ιστορία του της εποχής.[4] Προφανώς, οι θεολογικοί ισχυρισμοί τους και η εθνική απομόνωσή τους ούτε ενδιέφεραν ούτε ενοχλούσαν τους συγκριτικούς πολυθεϊστές της αρχαιότητας που επισκέπτονταν πολλές χώρες. Ούτε και τίποτα έλκυε την προσοχή τους τα πρώτα χρόνια της Διασποράς. Το πολύ - πολύ, αυτές οι εσωστρεφείς κοινότητες που ήταν διεσπαρμένες μεταξύ των εθνών, να θεωρούνταν απλώς περίεργα φαινόμενα. Ο Ηρόδοτος που επισκέφθηκε και την Ελεφαντίνη, δεν έγραψε στην Ιστορία του τίποτα για τη φρουρά της που ήταν εβραϊκή. Αλλά η Διασπορά, εδραιώνοντας αθόρυβα τη θέση της μέσα στον αρχαίο κόσμο, ήταν το στάδιο στο οποίο προετοιμαζόταν η αναπόφευκτη σύγκρουση των πιστών του Ενός Θεού με τους πιστούς των ειδωλολατρικών θεοτήτων.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ
Η διασπορά των Εβραίων άρχισε περί τον 9ο αιώνα π.Χ., και τροφοδοτούμενη από μεταναστεύσεις από την Ιουδαία, αυξήθηκε μέχρι που η Βαβυλώνα, η Αίγυπτος, και τελικά και η Ρώμη, έγιναν σημαντικά εβραϊκά κέντρα, πολύ πριν τη χριστιανική εποχή. Από αυτά τα κέντρα η διασπορά απλώθηκε και έφτασε να περιβάλλει ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, φθάνοντας μέχρι την Περσία, την Αρμενία, την Αραβία, την Αβησσυνία, την Ισπανία και τη Βρεττανία.[5] Αν και υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για το μέγεθος της διασποράς, οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις την υπολογίζουν σε περίπου 4.000.000 ανθρώπους, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., συν ένα ακόμα εκατομμύριο στην Ιουδαία, οπότε το σύνολο των Εβραίων αποτελούσε το 1/8 της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[6]
Αντίθετα με μία κοινά διαδεδομένη άποψη, οι Εβραίοι της διασποράς δεν κατείχαν κάποια ιδιαίτερη θέση στην οικονομική δομή του αρχαίου κόσμου. Η κατανομή τους στους διάφορους τομείς της οικονομίας αντανακλούσε αρκετά πιστά το γενικό πλαίσιο που υπήρχε. Προερχόμενοι από ένα γεωργικό έθνος, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς - ίσως η πλειονότητα - ήταν αγρότες. Πολύ λίγοι, ιδιαίτερα όσοι είχαν μεταναστεύσει εθελοντικά και είχαν έρθει στις πόλεις, ασχολούνταν με το εμπόριο. Ασχολούνταν με όλες τις τέχνες και τις βιομηχανίες της αρχαιότητας και τελικά απέκτησαν το μονοπώλιο ορισμένων, όπως της υαλουργίας, της υφαντουργίας και της βαφής υφασμάτων. Καθώς η απομόνωσή τους μειωνόταν, κατά τους Ελληνο-ρωμαϊκούς χρόνους, ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και άλλα επαγγέλματα, και είχαν επίσης μέρος στα δημόσια λειτουργήματα, ιδιαίτερα στα εφοριακά και στρατιωτικά.
Οι πρώτες επαφές των Εβραίων με τον αρχαίο κόσμο ήταν γενικά ομαλές. Η απροθυμία πολλών εξορίστων να επιστρέψουν στην Ιουδαία μετά την απελευθέρωσή της κι η ολοένα αυξανόμενη έλξη της Αιγύπτου και των άλλων ελληνιστικών κέντρων, έκαναν τους Εβραίους της Ιουδαίας να γράψουν αρκετά γι’ αυτό. Επιπλέον οι αρχαιότερες φιλολογικές αναφορές σε Ιουδαίους τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα, αν και τόσο ελλιπείς σε γνώσεις σχετικά με τον Ιουδαϊσμό, δεν είναι εχθρικές. Ο Θεόφραστος είχε παράξενες ιδέες για τις ιουδαϊκές τελετουργίες και αποκαλούσε τους Εβραίους «φυλή φιλοσόφων». Ο Κλέαρχος, μαθητής του Αριστοτέλη, τους θεωρούσε «απογόνους των φιλοσόφων της Ινδίας», μία άποψη που απέδιδε στον δάσκαλό του. Ο Μεγασθένης και ο Έρμιππος, παρόμοια, τους θεωρούσαν γένος ενός ξένου φιλόσοφου, και ο τελευταίος ισχυριζόταν πως μερικές από τις ιδέες του Πυθαγόρα είχαν ιουδαϊκή προέλευση.
Η ισοπέδωση του Ναού στην εβραϊκή αποικία της Ελεφαντίνης της Αιγύπτου (410 π.Χ.) δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί πράξη αντισημιτισμού. Μάλλον ήταν μία πράξη που υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα και θρησκευτικό φανατισμό. Η εβραϊκή φρουρά που στάθμευε εκεί, προάσπιζε τα περσικά συμφέροντα. Όπως είναι φυσικό, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι αντιστέκονταν στην περσική κυριαρχία και απέκτησαν κακή διάθεση απέναντι στους Εβραίους εκπρόσωπους των εχθρών τους. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα επειδή οι Εβραίοι θυσίαζαν ζώα, όπως το κριάρι, που λατρεύονταν ως ιερά από τους Αιγύπτιους, και αυτό θεωρήθηκε ιεροσυλία.
Παραδοσιακά θεωρείται ότι η ιστορία του αντισημιτισμού άρχισε με την ιστορία του Αμάν, που αναφέρεται στο βιβλίο της Εσθήρ. Ο Αμάν, μέγας σύμβουλος του βασιλιά της Περσίας Ασσουήρη (Ξέρξη Α', 486-465 π.Χ.), εξοργίστηκε από την άρνηση του Εβραίου Μαροδοχαίου να τον προσκυνήσει, και προειδοποίησε τον βασιλιά με αυτά τα λόγια: «Υπάρχει ένας λαός διεσπαρμένος σε όλες τις επαρχίες της βασιλείας σου, που ξεχωρίζει από τους άλλους λαούς. Οι νόμοι τους είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των λαών, και δεν τηρούν τους νόμους του βασιλέα» (Εσθήρ 3:8). Οι περισσότεροι ιστορικοί απορρίπτουν την ιστορικότητα αυτού του κειμένου επειδή μοιάζει να αντανακλά μάλλον την εποχή των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.Χ., παρά την περσική εποχή του 5ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, το κείμενο είναι σημαντικό, επειδή πολύ περιεκτικά μας δίνει τον τρόπο σχηματισμού της κλασσικής αντίδρασης απέναντι στην εβραϊκή άρνηση να αναμιχθούν με τους άλλους λαούς και να λατρεύσουν εθνικούς θεούς, άρνηση που έμελλε να ηχεί δια μέσου όλων των αιώνων που θα ακολουθούσαν.

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), οι Εβραίοι έπαψαν να μένουν απαρατήρητοι. Ο Μακεδόνας κατακτητής, μαθητής του Αριστοτέλη και επιμελής προπαγανδιστής του ελληνικού τρόπου ζωής, άφησε πίσω του έναν κόσμο που γρήγορα γινόταν ελληνιστικός. Ενάντια σε αυτήν την πρώτη πολιτισμική ενοποίηση, οι εβραϊκές κοινότητες - που τώρα πλέον είχαν αυξηθεί σε μέγεθος και επιρροή - πρόβαλλαν ως κάτι το τελείως μοναδικό. Αντίθετα με όλους τους Έλληνες, Ασιάτες, και αργότερα Ρωμαίους, γείτονες τους, οι Εβραίοι δεν δέχονταν τη θέση τους ως μέσοι πολίτες των πόλεων στις οποίες έμεναν. Συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως την Αγία Πόλη, στην οποία έστελναν τα δίδραχμα κάθε χρόνο, ως προσωπικό φόρο, εκεί όπου υψωνόταν ο ναός του Γιαχβέ, του αληθινού Θεού, του αόρατου και υπερβατικού, ο Οποίος αρνιόταν να πάρει τη θέση Του στο πάνθεον της αυτοκρατορίας.
Θεωρώντας τις χώρες που τους φιλοξενούσαν «ξένη γη», και τους κατοίκους τους δεισιδαίμονες, οι Εβραίοι συνήθως κατοικούσαν σε ιδιαίτερη περιοχή κάθε πόλης. Το «γκέτο» ήταν μία εκούσια πραγματικότητα εκατοντάδες χρόνια πριν εφευρεθεί ο όρος και οριστεί η σχετική νομοθεσία. Όμως, για τους υπερήφανους κληρονόμους του Όμηρου, του Περικλή και του Αριστοτέλη, η επιφυλακτική στάση των Εβραίων ήταν μία ανυπόφορη αλαζονεία. Πεπεισμένοι ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος», αντέκρουαν τα επιχειρήματα για ανωτερότητα ή προνόμια ενός λαού, που θεωρούσαν ότι δεν διακρίνεται πολιτικά και πολιτιστικά από τους άλλους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο υπερήφανων και ανόμοιων νοοτροπιών ήταν μόνο θέμα χρόνου.
Τα πρώτα καθαρά ίχνη ενός ειδικού αντιεβραϊκού συναισθήματος εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο του 3ου αιώνα. Το μέρος δεν ήταν τυχαίο. Η Αίγυπτος δεν ήταν μόνον η καρδιά της διασποράς, αλλά και το πιο προοδευμένο μέρος του Ελληνισμού έξω από την Ελλάδα. Η Αλεξάνδρεια ήταν μία δεύτερη Αθήνα. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, οι ασταθείς συνθήκες στην Ιουδαία προκάλεσαν αυξημένες μεταναστεύσεις Εβραίων στην Αίγυπτο, αυτόν τον κρατήρα του εβραϊκού έθνους που ποτέ δεν έπαψε να τραγουδάει το τραγούδι των σειρήνων προς τον λαό Ισραήλ. Ο κυριότερος αποδέκτης αυτής της εισροής Εβραίων ήταν η Αλεξάνδρεια, το νέο «εμπορικό κέντρο του Δυτικού κόσμου» (Στράβων), που είχε ιδρυθεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, και γρήγορα έγινε η εμπορική και πολιτιστική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου.
Οι Εβραίοι είχαν προσκληθεί να έρθουν και να κατοικήσουν εκεί από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ο οποίος τους είχε δώσει ένα ιδιαίτερο τμήμα της πόλης, για να μπορούν να ζουν εκεί σύμφωνα με το Νόμο τους, ξεχωριστά από τους άλλους. Σύμφωνα με εβραϊκές παραδόσεις ο Αλέξανδρος είχε εκτιμήσει το γένος των Εβραίων και τον Θεό του Ισραήλ, προσφέροντας μάλιστα θυσία στο Ναό, όταν πέρασε από την Ιερουσαλήμ.
Στην αρχή της χριστιανικής εποχής, οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας αριθμούσαν 100.000 και αποτελούσαν τα 2/5 της πόλης. Τους επιτρεπόταν να έχουν δική τους γερουσία και εθνάρχη (κυβερνήτη), ήταν δραστήριοι στο εμπόριο, είχαν μονοπώλιο στο εμπόριο σταριού και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου. Είχαν σημαντική θέση στον φορολογικό τομέα και μερικοί είχαν γίνει πολύ πλούσιοι - επίτευγμα που προκαλούσε ζήλεια στους Έλληνες, Σύριους και Αιγύπτιους, που επιζητούσαν την ίδια επιτυχία. Όλοι οι Αλεξανδρινοί Εβραίοι δεν ήταν θρησκευόμενοι φιλόσοφοι ευγενούς χαρακτήρα όπως ο Φίλων, και αν πιστέψουμε τον αυτοκράτορα Αδριανό, οι στόχοι τους δεν ήταν πολύ υψηλοί: «Ο Ένας Θεός τους είναι το χρήμα. Οι Χριστιανοί λατρεύουν το χρήμα, οι Εβραίοι επίσης, το ίδιο κάθε άνθρωπος». Η αρχαία ξενοφοβία, επιπρόσθετα, υπήρχε ακόμα στους Αιγύπτιους που προσβάλλονταν από την ανοχή που έδειχναν οι Έλληνες και Ρωμαίοι κατακτητές προς τους Εβραίους. Αλλά, πάνω από όλα, η εβραϊκή άρνηση να δεχτούν τα κοινώς αποδεκτά θρησκευτικά και κοινωνικά πρότυπα, πίκραινε τον έντονα εξελληνισμένο πληθυσμό. Η Αλεξάνδρεια έμελλε να γίνει το κυριότερο κέντρο αντισημιτισμού στον αρχαίο κόσμο.
Οι πρώτες επιθέσεις ήρθαν από την πένα των Αλεξανδρινών συγγραφέων.[7] Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ένας Έλληνας ιστορικός των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., σε μία, κατά τα άλλα φιλική, αλλά μυθική, περιγραφή της προέλευσης και της πίστης των Εβραίων, έγραψε πως ο Μωυσής «σε ανάμνηση της εξορίας του λαού του, εισάγαγε έναν μισάνθρωπο και αφιλόξενο τρόπο ζωής». Αυτό το θέμα, της ταπεινωτικής καταγωγής και μισανθρωπίας, το πήρε ο Μανέθων, ένας Αιγύπτιος ιερέας και ιστορικός του ίδιου αιώνα, και το διάνθισε, γράφοντας ότι οι Εβραίοι αρχικά ήταν Αιγύπτιοι λεπροί και άρρωστοι, που εκδιώχθηκαν από τον βασιλιά Αμένωφι και οδηγήθηκαν από τον Μωυσή, ο οποίος τους δίδαξε να μη «σέβονται τους θεούς», να «σκοτώνουν τα ιερά ζώα» και να «μην έχουν καμία σχέση με αλλόθρησκους». Είναι πιθανόν η περιγραφή αυτή να κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ιστορικούς της εποχής. Μερικοί από αυτούς μπορεί να ήξεραν τη Βιβλική περιγραφή της Εξόδου, αλλά εφόσον ο πατριωτισμός τους δεν την έβρισκε καθόλου κολακευτική, προτιμούσαν τη δική τους διήγηση. Η συμβολή του Μανέθωνα στον αντισημιτισμό ήταν το κύρος που πρόσθεσε, ως επίσημος ιστορικός, σ’ αυτούς τους μύθους. Στο εξής, η μισανθρωπία των Εβραίων και η καταγωγή τους από τους λεπρούς, σπάνια έλειπαν από τις κατηγορίες του παγανιστικού αντισημιτισμού. Εμφανίστηκαν στα έργα του Χαιρέμωνα, του Λυσίμαχου, του Ποσειδώνιου, του Απολλώνιου Μόλωνα, και φυσικά του Απίωνα και του Τάκιτου - οι δύο τελευταίοι ήταν οι κολοφώνες του ελληνικού και ρωμαϊκού αντισημιτισμού αντίστοιχα. Η συκοφαντία της μισανθρωπίας, όπως και άλλες αντιεβραϊκές, χρησιμοποιήθηκε ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών.
Τον 2ο αιώνα, ο φιλολογικός αντισημιτισμός εμφανιζόταν σποραδικά. Ο Μνασέας της Πάτρου διακρίνεται για την εφεύρεση του μύθου ότι οι Εβραίοι λάτρευαν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή. Αυτή η συκοφαντία, επίσης, προοριζόταν να έχει μέλλον και εφαρμογή και στους Χριστιανούς. Ο Αγαθαρχίδης της Κνίδου, στο έργο του Ιστορία της Ασίας, έγραφε για τις «γελοίες πρακτικές» των Εβραίων και την «παραξενιά του Νόμου τους», ιδιαίτερα, την τήρηση του Σαββάτου. Κοροϊδευτικά τη συσχέτιζε με τον τρόπο που κατέλαβε την Ιερουσαλήμ ο Πτολεμαίος Λάγου, το 320 π.Χ.: οι κάτοικοί της δεν αντιστάθηκαν στον εισβολέα επειδή η επίθεση έγινε ημέρα Σαββάτου.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ
Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα, η ιστορία πήρε τη σκυτάλη από τους ανθρώπους των γραμμάτων και, στην αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιουδαίας, πεδίο της μάχης έγινε η ίδια η Ιερουσαλήμ. Η αλλαγή στην Ιουδαία από την περσική στην ελληνική κυριαρχία, και μετά, από τους Πτολεμαίους στους Σελευκίδες, άσκησε μία διαβρωτική επίδραση πάνω στον αυστηρό εθνικο-θρησκευτικό διαχωρισμό που είχαν εμφυτεύσει στον λαό ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Τάσεις αφομοίωσης, που τις έφεραν στην πατρίδα Εβραίοι μετανάστες, βρήκαν πολλούς οπαδούς, ακόμα και έκφραση στα ιερά κείμενα: «Ας πάμε και ας κάνουμε μία συνθήκη με τα έθνη που μας περιβάλλουν, γιατί από τότε που χωριστήκαμε από αυτά, πολλά κακά έχουν πέσει επάνω μας» (Α' Μακκαβαίων 1:12). Η πρόταση των οπαδών της αφομοίωσης βοηθήθηκε το 198 π.Χ. από τη νίκη των Σελευκιδών, οι οποίοι ήταν ενθουσιώδεις προπαγανδιστές του ελληνικού τρόπου ζωής. Οι Ελληνιστές της Ιερουσαλήμ, ενθαρρυμένοι από αυτή τη νίκη, δεν έχασαν την ευκαιρία να εισάγουν τις ελληνικές συνήθειες στο σώμα των ιουδαϊκών πρακτικών. Έφθασαν σε ακραίο σημείο, όταν ο τότε αρχιερέας Γιεσούα υιοθέτησε το όνομα Ιάσων, έβαλε ελληνικά σύμβολα στην Ιερουσαλήμ και προχώρησε τόσο, ώστε έφτασε να στέλνει δώρα του Ναού στον ελληνικό στίβο, που είχε φτιαχτεί κοντά στην Ιερουσαλήμ, και όπου γυμνοί Ιουδαίοι νέοι αγωνίζονταν κατά τα ελληνικά πρότυπα.
Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα ήρθε ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.), φανατικός ελληνιστής, να φέρει το αποκορύφωμα. Ανυπόμονος με την αργή πρόοδο των ελληνιστών Εβραίων κατέλαβε την πόλη. Σκοτώνοντας και λεηλατώντας, μπήκε στον Ναό και μάλιστα στα Άγια των Αγίων και έκανε αφιέρωση του Ναού στον Ολύμπιο Δία. Η άσκηση του Μωσαϊκού Νόμου απαγορεύτηκε με ποινή θανάτου. Η αντίδραση σχεδόν όλων των Εβραίων ήταν βίαιη. Ενωμένοι υπό την ηγεσία των Μακκαβαίων, εξεγέρθηκαν και αποτίναξαν τον ζυγό των Σελευκιδών. Για πρώτη φορά από το 586 π.Χ. η Ιουδαία απόλαυσε σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία, επί περίπου 75 χρόνια.
Η εκπληκτική νίκη των Μακκαβαίων άναψε στις καρδιές των Εβραίων, όπου και αν βρίσκονταν, μία νέα αίσθηση ανεξαρτησίας και εθνικής υπερηφάνειας. Επίσης βοήθησε να εξισορροπηθεί η άνιση μάχη με τον Ελληνισμό. Στην Παλαιστίνη, οι Ασμοναίοι βασιλείς έκαναν επεκτατικούς πολέμους που δημιούργησαν σύνορα για το Ισραήλ, τέτοια που ποτέ δεν είχε μετά τη βασιλεία του Σολομώντα. Τα αποτελέσματα της νίκης ήταν έκδηλα και στη διασπορά, όπου η ελληνιστική αφομοίωση είχε προχωρήσει πολύ. Οι εβραϊκές κοινότητες στάθηκαν απέναντι στο πολιτιστικό κύμα που απειλούσε να τις πνίξει, και άρχισαν μία φιλολογική αντεπίθεση. Σε μία ομάδα μεσσιανικών βιβλίων οι Εβραίοι συγγραφείς εξυμνούσαν τις δόξες του Ισραήλ και οραματίζονταν τον τελικό θρίαμβό του πάνω σε όλα τα έθνη, κάτω από το σκήπτρο του Μεσσία [Χριστού].[8]
Το νέο πνεύμα συμπεριέλαβε και τους Εβραίους απολογητές, οι οποίοι μέσα στο άγχος τους να βρουν μία θέση για τον Ιουδαϊσμό ανάμεσα στον Ολύμπιο ήλιο, εξέθεταν τα ιουδαϊκά κατορθώματα με σημαντική προκατάληψη, περιγράφοντας τους Εβραίους ως γεννήτορες όλου του πολιτισμού. Ανάμεσα στους φιλοσόφους τους, ο Αριστόβουλος, ένας Μακεδόνας Ιουδαίος, δεν δίστασε να ισχυριστεί πως ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Όμηρος είχαν πάρει τις ιδέες τους από μία αρχαία ελληνική μετάφραση της Πεντάτευχου. Αλλά κανείς από αυτούς δεν προχώρησε τόσο, όσο κάποιοι πλαστογράφοι, που ενσωματώνοντας γνωστούς παγανιστές συγγραφείς στα κείμενά τους, συνθέτοντας φανταστικές αναφορές από αυτούς, και αποδίδοντας ιουδαϊκή προέλευση σε ολόκληρα εθνικά βιβλία, προσπάθησαν να εξυψώσουν τον Ιουδαϊσμό. Τα ψευδεπίγραφα του Εκαταίου και του Αριστέα είναι εμφανή δείγματα τέτοιας προπαγάνδας.
Φυσικά αυτές οι προσπάθειες συνάντησαν την αντίδραση των σωβινιστών εθνικών συγγραφέων. Αυτό που τους ανησυχούσε πιο πολύ ήταν η επιτυχία που είχαν οι προσηλυτιστικές προσπάθειες των Εβραίων. Οι προσχωρήσεις στον Ιουδαϊσμό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αυτήν την περίοδο, ιδιαίτερα στις τάξεις των καλλιεργημένων. Πολλοί ειδωλολάτρες ειλικρινούς καρδιάς, απογοητευμένοι από την πνευματική φτώχεια των θρησκειών τους και την ηθική κατάπτωση των μαζών, ήταν ώριμοι για την πρόσκληση του αγνού μονοθεϊσμού και των σταθερών ηθικών νόμων που πρόβαλλαν οι Ιουδαίοι προσηλυτιστές. Και αφού η ιουδαϊκή πίστη, ιδιαίτερα στη διασπορά, είχε αποκτήσει μία όψη παγκοσμιότητας και ιεραποστολής, οι πόρτες της άνοιξαν διάπλατα σε αυτούς που χτυπούσαν. Μερικοί μπήκαν ως «προσήλυτοι δικαιοσύνης», δεχόμενοι ολοκληρωτικά τον Νόμο και την περιτομή. Άλλοι μπήκαν ως ημι-προσήλυτοι, που ονομάζονταν «Φοβούμενοι τον Θεό» ή «Ευλαβείς», και οι οποίοι έμεναν στο κατώφλι, πιστεύοντας στον Ένα Θεό, και κρατώντας μόνο το Σάββατο και λίγους ιουδαϊκούς νόμους. Η συνολική εισροή πρέπει να ήταν μεγάλη, γιατί από τις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, η τήρηση των εβραϊκών νόμων υπήρχε σε κάθε έθνος και πόλη. Και ο Σενέκας παραπονιόταν πικρά για το ότι οι Ιουδαίοι «έχουν επικρατήσει τόσο, ώστε είναι αποδεκτοί παντού σε όλο τον κόσμο: οι κατακτημένοι έχουν δώσει τους νόμους τους στους κατακτητές».
Τώρα πλέον, η θέση των Εβραίων λίγο έμοιαζε με εκείνη του προηγούμενου αιώνα ή και παλαιότερα. Ένας μικρός, αφιερωμένος λαός, τώρα πλέον αντιπροσώπευε ένα προσηλυτιστικό έθνος με επιρροή, ένα έθνος που είχε γίνει απειλητικός αντίπαλος των καλύτερων προσπαθειών του ελληνικού πολιτισμού, ξεπερνώντας τον σε πνευματική επιρροή και θρησκευτική επιμέλεια.
Η Ελλάδα δέχτηκε την πρόκληση με κακή διάθεση. Στις πόλεις στις οποίες οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ακολούθησαν ανοιχτές εκδηλώσεις εχθρότητας. Ο Ιώσηπος αναφέρει ένα διωγμό από τον Πτολεμαίο Φύσωνα το 146 π.Χ., αλλά η περιγραφή αμφισβητείται, γιατί δείχνει έντονα σοβινιστικά χαρακτηριστικά. Μεγαλύτερη αξιοπιστία υπάρχει στην αναφορά του Ιορδάνη (6ος αιώνας μ.Χ.) για τον διωγμό που έγινε το 88 π.Χ., αλλά που ο Ιώσηπος τοποθετεί 40 χρόνια νωρίτερα. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια χρονολογιών ή περιγραφών σ’ αυτές τις αναφορές, είναι φανερό πως η διαμάχη των Εβραίων με τους Εθνικούς είχε φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης. Οι αντιπαραθέσεις μπορούν να αποδοθούν, σε σημαντικό βαθμό, στους πολιτικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς, αλλά επίσης και στη συμπεριφορά των Εβραίων, οι οποίοι από την ίδρυση της Αλεξάνδρειας και μετά, όπως γράφει ο Juster, «ήταν σε διαρκή αναβρασμό». Αλλά από μόνοι τους αυτοί οι παράγοντες δεν αρκούσαν για να φέρουν την αντιπαράθεση στο σημείο που είχε φτάσει. Το μίσος απέναντι στον διαχωρισμό και τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς των Εβραίων, έπαιξε αναμφίβολα εξίσου σημαντικό ρόλο.

Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ
Η μεγάλη αντίδραση ήρθε πάλι από τους ανθρώπους των γραμμάτων, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς φύλακες του ελληνιστικού πολιτισμού. Πρωτοστατούσαν ανάμεσά τους οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, που κατά κανόνα είχαν την Αλεξάνδρεια ως διαμονή ή επιρροή. Οι πρώτοι, ένθερμοι προσηλυτιστές, είχαν θορυβηθεί από τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την επιτυχία του. Οι δεύτεροι, σκεπτικιστές φιλόσοφοι, αντιδρούσαν στην ιουδαϊκή χρήση των ελληνικών πηγών. Οι Έλληνες ιστορικοί, στο μεταξύ, συνέχιζαν να υπερβάλλουν τις δόξες του έθνους τους σε βάρος των νεόκοπων από την Ιουδαία.
Ο Ποσειδώνιος, Στωικός φιλόσοφος και ιστορικός, συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε ο Εκαταίος και ο Μανέθων, έδωσε μεγαλύτερη κυκλοφορία στους μύθους της εκδίωξης των Ισραηλιτών ως λεπρών από την Αίγυπτο. Τους περιέγραφε ως «ασεβή λαό, μισούμενο από τους θεούς» και κατηγορούσε τον Μωυσή ότι τους οδήγησε σε «μισανθρωπία και διαστροφή», και ότι τους δίδαξε «νόμους αντίθετους με την ανθρωπότητα και τη δικαιοσύνη». Ανέφερε επίσης ότι όταν ο Αντίοχος ο Επιφανής παραβίασε τα Άγια των Αγίων θυσίασε ένα τεράστιο γουρούνι πάνω στο βωμό και υποχρέωσε τους Εβραίους να το φάνε. Αυτή η σαρδόνια αναφορά στην εβραϊκή απέχθεια για το χοιρινό, είναι η μόνη αυθεντική συνεισφορά του Ποσειδώνιου στις αντισημιτικές επινοήσεις, και η οποία παρέμεινε και στο μέλλον.
Ο Απολλώνιος Μόλων, ο διάσημος ρήτορας της εποχής και δάσκαλος του Κικέρωνα και του Καίσαρα, ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα ολόκληρο έργο κατά των Εβραίων, εγκαινιάζοντας έτσι την αλυσίδα της βιβλιογραφίας Αdversus Judaeos [Kατά Ιουδαίων], που φθάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Το μόνο που έχουμε από αυτό το έργο είναι ένα απόσπασμα που βρίσκεται στον Πολυίστωρα και μερικές περιληπτικές αναφορές στο Κατά Απίωνος του Ιώσηπου. Όπως και οι περισσότεροι αντισημίτες συγγραφείς, ο Μόλων επαναλαμβάνει σχεδόν όλες τις κατηγορίες των προκατόχων του: οι Εβραίοι είναι άθεοι, μισούν τους ξένους, και έχουν παράξενες δεισιδαιμονίες. Η δική του συνεισφορά περιλαμβάνει μία επίθεση στον εβραϊκό Νόμο, τον οποίο θεωρεί ότι «στερείται αλήθειας και δικαιοσύνης». Τα υπόλοιπα είναι απλές ύβρεις: Ο Μωυσής ήταν ένας απατεώνας, οι Εβραίοι είναι δειλοί αλλά και τολμηροί (ο Μόλων δεν φαίνεται να παρατηρεί την αντίφασή του), άχρηστοι, τρελοί, και «οι πιο παράλογοι από όλους τους βαρβάρους».
Περνώντας από τον Μόλωνα στον Απίωνα, την ψηλότερη βουνοκορφή του Ελληνο-ασιατικού αντισημιτισμού, μπαίνουμε στη χριστιανική εποχή, περνώντας μόνο πάνω από μερικούς λοφίσκους του αντισημιτισμού. Αυτοί είναι ο Λυσίμαχος, ο Χαιρέμων, και ο Δημόκριτος, που το μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τις παλιές κατηγορίες. Οι πρώτοι δύο πρόσθεσαν ελάχιστα δικά τους στην ιστορία του Μανέθωνα για την Εξοδο. Ο ιστορικός Δημόκριτος, στο έργο του Περί Ιουδαίων, επαναλαμβάνει την κατηγορία του Μνασέα ότι λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή και, σύμφωνα με τον ιστορικό Σουίδα, τους κατηγορεί ότι «κάθε επτά χρόνια πιάνουν ένα ξένο, τον οδηγούν στο Ναό τους και τον προσφέρουν θυσία κόβοντάς τον κομματάκια». Έτσι γεννιέται η συκοφαντία του τελετουργικού φόνου, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών, και έπειτα πάλι εναντίον των Εβραίων, από τον 12ο αιώνα και μετά συνεχώς, προξενώντας στην πορεία της ποταμούς εβραϊκού αίματος.
Ο Απίων - πολιτογραφημένος Αλεξανδρινός ρήτορας - παίρνει τη θέση του στην ιστορία του αντισημιτισμού ως ο πρώτος τιτάνας. Κατεχόμενος από ένα παθιασμένο μίσος κατά των Εβραίων, αυτός ο ματαιόδοξος και αναξιόπιστος άνθρωπος, κέρδισε τη φήμη του αγύρτη και καυχησιάρη. Ο Πλίνιος αναφέρει τη γνώμη του αυτοκράτορα Τιβέριου (14-37 μ.Χ.) γι’ αυτόν: cymbalum mundi (το κύμβαλο του κόσμου). Η επίθεση του Απίωνα κατά των Εβραίων, που βρίσκεται πιο πολύ στο έργο του Αιγύπτου Ιστορία, δεν περιείχε ουσιαστικά τίποτα που να μην είχε διατυπωθεί πρωτύτερα, αλλά η κακόβουλη χρήση του υλικού που διέθετε και ο πικρόχολος τόνος του, τού εξασφάλισαν τη διάκριση. Η ψευδο-ιστορία της Εξόδου επαναλαμβάνεται, αλλά οι λεπροί τώρα ενώνονται με τους «τυφλούς και κουτσούς», και ο αριθμός τους είναι 110.000. Το Σάββατο, έγραψε, «θεσπίστηκε εξαιτίας μιας αναπηρίας στα κόκκαλα, που είχαν οι Εβραίοι όταν έφυγαν από την Αίγυπτο, και τους ανάγκασε να αναπαυθούν την έβδομη ημέρα». Στη συνήθη κατηγορία της μισανθρωπίας, ο Απίων προσθέτει ότι οι Εβραίοι είναι δεμένοι με όρκο «να μη βοηθούν τους ξένους». Κατηγορεί τους Εβραίους ότι, επειδή δεν λατρεύουν τους θεούς της πόλης, υποκινούν σε ανταρσία τους ανθρώπους. Τους κοροϊδεύει επειδή κάνουν θυσίες ζώων, δεν τρώνε χοιρινό, και κάνουν περιτομή, και επειδή λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή, που δήθεν ο Αντίοχος ο Επιφανής ανακάλυψε στον Ναό.
Αλλά ο Αντίοχος, λέει ο Απίων, ανακάλυψε και έναν Έλληνα που τον έτρεφαν πλούσια, με σκοπό να τον θυσιάσουν και να τον φάνε. Ο Ιώσηπος παραθέτει την εκδοχή του Απίωνα για τον φοβερό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Εβραίοι κάθε χρόνο θυσίαζαν στον Ναό έναν Έλληνα και μετά τον έτρωγαν. Η τερατώδης διήγηση του «τελετουργικού φόνου» είχε ήδη βρει την κλασσική της έκφραση.
Δύο Εβραίοι πρωτοπόροι απολογητές μπήκαν στη μάχη εναντίον του Απίωνα. Το έργο του Φλαβίου Ιώσηπου Κατά Απίωνος, στο οποίο ο Ιώσηπος δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνησή του για τον Απίωνα, τον αποκάλεσε «άνθρωπο πολύ κακής ηθικής, που σε όλη του τη ζωή ήταν ένας αγύρτης». Ο Φίλων, ο διάσημος Εβραίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, αντιμετώπισε τον Απίωνα στη Ρώμη το 39 μ.Χ., διευθύνοντας μία αντιπροσωπεία με σκοπό να υπερασπιστεί την εβραϊκή υπόθεση μπροστά στον Καλιγούλα, επειδή είχαν ξεσπάσει αντιεβραϊκές οχλαγωγίες στην Αλεξάνδρεια, υπό την ηγεσία του Φλάκκου. Ο Απίων, αντιπροσωπεύοντας την αντισημιτική παράταξη, δεν είχε δυσκολία να πείσει τον παράφρονα αυτοκράτορα ότι η εβραϊκή άρνηση να βάλουν αγάλματά του στους ναούς τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει τις βίαιες εκδηλώσεις εναντίον τους. Αλλά εδώ βρισκόμαστε ήδη στη ρωμαϊκή περίοδο, ένα επόμενο στάδιο στην ιστορία του αντισημιτισμού.
Μετά τον Απίωνα, ο ελληνικός αντισημιτισμός κόπασε. Η πολιτική και η πολιτιστική ηγεμονία είχε περάσει πλέον στη Ρώμη, και ο Ελληνισμός είχε χάσει μεγάλο μέρος από το αγέρωχο σφρίγος του. Από εδώ και πέρα οι πιο πολλοί Έλληνες συγγραφείς έδειξαν μία νέα ανοχή προς τους Εβραίους, καθώς ο αντισημιτισμός επέστρεφε στην αρχική έκδοσή του: ο λαός Ισραήλ ήταν μία παραξενιά. Ο Πλούταρχος είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης: χρησιμοποιώντας πλήθος ψεύτικων πληροφοριών γράφει με αδιαφορία για τους Ιουδαίους. Ο Κέλσος, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιλαμβάνει και τους Χριστιανούς στην περιφρόνηση που δείχνει για τους Ιουδαίους. Ακόμα και τότε δεν μπορούσε να μην κατηγορήσει τους Ιουδαίους πως «υπερηφανεύονται για τους εαυτούς τους ότι κατέχουν μία ανώτερη σοφία και απορρίπτουν την παρέα άλλων ανθρώπων». Η τελευταία επίθεση του ελληνικού αντισημιτισμού - και πολύ βίαιη - ήρθε τον 3ο αιώνα από τον σοφιστή Φιλόστρατο, ο οποίος μας μεταφέρει πάλι πίσω στον Μόλωνα και στον Απίωνα, ωστόσο όμως δεν λέει τίποτα πρωτότυπο.
από το βιβλίο
«Αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις
[1] Εδώ με τον όρο «Ιουδαίοι» ή «Εβραίοι», δηλώνουμε οποιοδήποτε μέλος της θρησκείας του Μωυσή, αν και μερικοί ιστορικοί θέλουν να διακρίνουν τους όρους «Ισραηλίτες», «Εβραίοι», «Ιουδαίοι». Αν και ο όρος «Ισραήλ» είναι αυτός που χρησιμοποιείται στη Βίβλο, ο όρος «Ιουδαίος» προέρχεται από τη φυλή Ιούδα, και εισήχθηκε από τους Εθνικούς την περίοδο των Μακκαβαίων, αλλά αργότερα υιοθετήθηκε και από τη Διασπορά. Ο όρος «Ισραήλ» διατηρήθηκε πιο πολύ για θρησκευτικές αναφορές, αλλά σήμερα είναι το όνομα του εβραϊκού κράτους, που ιδρύθηκε το 1948 και των υπηκόων του, των «Ισραηλινών». [Πάντως «Ιουδαίοι» ήταν ο όρος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σήμερα, χρησιμοποιούμε τη λέξη «Εβραίοι»].
[2] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τους όρους B.C.E και C.E. (Προ Κοινής Εποχής - Κοινής Εποχής) αντί των π.Χ. και μ.Χ.
[3] Φλάβιος Ιώσηπος, ελληνιστής Εβραίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος δυσκολευόταν πολύ να δικαιολογήσει την αδιαφορία του ελληνικού κόσμου απέναντι στην ύπαρξη των Εβραίων. Η εξήγησή του ήταν ότι οι Εβραίοι, επειδή κατοικούσαν σε πεδινή χώρα, ζούσαν από τη γεωργία και κτηνοτροφία και έτσι δεν είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο όπως άλλοι λαοί. (Βλ. Against Apion, Ι, 12. The Life and Works of Flavius Josephus, μετ. W. Winston [New York: Holt, Rinehart and Winston, 1962], σ. 862-863).
[4] Ο Ηρόδοτος αναφέρει «Σύριοι της Παλαιστίνης» αλλά δεν λέει τίποτα περισσότερο γι’ αυτούς. Ο Theod. Reinach αμφισβητεί τη γνώμη του Ιώσηπου ότι ο Ηρόδοτος αναφέρεται στους Εβραίους. (Βλ. Reinach, Textes des autres Grecs et Romains relatifs aux Judaïsme [Paris: Leroux, 1895], no.1, σ. 4). Η εργασία αυτή είναι μια αυθεντική σύνθεση αρχαίων ρωμαϊκών και ελληνικών φιλολογικών αναφορών στους Εβραίους, και θα χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό το κεφάλαιο αντί των πρωταρχικών πηγών.
[5] Ο J. Juster απαριθμεί σχεδόν 500 πόλεις και κωμοπόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις οποίες υπάρχουν αποδείξεις για ύπαρξη εβραϊκού πληθυσμού [Βλ. Les Juifs dans l’ Empire Romain (Paris: Guenthner, 1914), I, 179-209].
[6] Ο Στράβων, ο Καππαδόκης ιστορικός που έγραψε κατά την αρχή της χριστιανικής περιόδου, προσθέτει αληθοφάνεια σ’ αυτούς τους υπολογισμούς με τον ισχυρισμό του ότι οι Εβραίοι «υπήρχαν ήδη σε όλες τις πόλεις και είναι δύσκολο να βρεις ένα μέρος πάνω στη γη που να κατοικείται και να μην έχει δεχτεί αυτή τη φυλή των ανθρώπων». (Fl. Josephus, Jewish Antiquities, ΧΙV, 7, 2, σ. 417). Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, επίσης, θα ανακάλυπταν αυτή την πραγματικότητα. Οι Πράξεις (2:5, 9-11) αναφέρουν ότι την ημέρα της Πεντηκοστής «Ιουδαίοι από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανό» είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ. Και ο Απόστολος Παύλος επισκεπτόταν τις εβραϊκές κοινότητες όπου πήγαινε. Η προφητεία που είχε δώσει η Σίβυλλα είχε επαληθευτεί: «Κάθε γη θα γεμίσει από σένα, και κάθε θάλασσα» (Οracula Sibylina, III, 271).
[7] Είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιά έκταση οι απόψεις αυτών των συγγραφέων δημιουργούσαν την αυξανόμενη λαϊκή εχθρότητα ή απλά αντανακλούσαν την υπάρχουσα, σχημάτιζαν ή σχηματίζονταν από την ιστορία. Φαίνεται πιθανό οι απόψεις αυτές να ήταν και αιτία και αποτέλεσμα, δίνοντας έκφραση στα συλλογικά αισθήματα, αλλά συμβάλλοντας και στη διαμόρφωσή τους.
[8] Τo Βιβλίο του Δανιήλ, το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ, και οι Σιβυλλικοί Χρησμοί εμφανίστηκαν αυτή την περίοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: