23/8/09

Το «άσμα του τόξου»

Το μεγαλείο και ο ψυχικός δυναμισμός του ανθρώπου αναδεικνύεται ανάγλυφα στον άδικο και πρόωρο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Το γεγονός του θανάτου επέρχεται σαν κυκλώνας καυτερός, σαν ανεμοστρόβιλος στο συναισθηματικό κόσμο του θρηνούντος που σαρώνει τα πάντα. Ο άνθρωπος λυγίζει κάτω από το βάρος του πόνου, σαν στάχυ στην ξηρασία γιατί ο θάνατος μετατρέπει το «μοναδικό» ζωντανό πρόσωπο σε άψυχη νεκρή ύλη.
Αν τύχει όμως αυτός που θρηνολογεί να είναι ποιητής με γνήσια ποιητική φλέβα, τότε όλος ο πόνος, όλη η θλίψη μπορεί να μετουσιωθεί σ’ ένα θρήνο λεπτής και υψηλής συγκινησιακής στάθμης, σ’ ένα ελεγείο δυναμικό που μπορεί να προξενήσει ρίγη συγκινήσεων στον αναγνώστη.
Αν αυτό ισχύει για κάθε ελεγείο, πολύ περισσότερο ισχύει για το υπέροχο ελεγείο του Δαβίδ, που συνέθεσε εξαιτίας του επιστήθιου φίλου του Ιωνάθαν και του πεθερού του Σαούλ.
Για να μπει κανείς καλύτερα στο νοηματικό κόσμο του ελεγείου και να ξεκλειδώσει με τις μυστικές δικλείδες της ενόρασης και της φαντασίας τη συγκινησιακή φόρτιση του ψυχικού κόσμου του Δαβίδ, είναι αναγκαίο ίσως να προτάξουμε δυο λόγια για το ιστορικό πλαίσιο.
Ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί από τη Βηθλεέμ, είχε νυμφευτεί τη Μιχάλ (Μελχόλ), κόρη του Σαούλ, βασιλιά του Ισραήλ, αλλά βρισκόταν κάτω από τη δυσμένεια του πεθερού του εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανόδου του γοήτρου του στις καρδιές των Ισραηλιτών, μετά τη νίκη του κατά του Φιλισταίου γίγαντα Γολιάθ. Επανειλημμένα ο Σαούλ προσπάθησε να εξοντώσει τον Δαβίδ, αλλά απέτυχε. Ο Δαβίδ έδειξε τουλάχιστον δύο φορές μεγαλοψυχία απέναντί του, και ενώ είχε πέσει στα χέρια του, δεν τον θανάτωσε. Ο Σαούλ, όμως, κυριευμένος από ένα παράξενο πνεύμα ζηλοτυπίας, μελαγχολίας και νευρικής κατάπτωσης, φαινομενικά μετανόησε, αλλά συνέχισε να καταδιώκει το γαμπρό του, «εκζητώντας την ψυχή του». Ο τελευταίος για να επιβιώσει αναγκάσθηκε να ζητήσει άσυλο αυτός και η οικογένειά του με τους άνδρες του στον Φιλισταίο Αγχούς, βασιλιά της Γαθ. Ο Αγχούς χορήγησε άσυλο στον Δαβίδ, παρόλο που οι Φιλισταίοι και οι Ισραηλίτες βρίσκονταν σ’ εμπόλεμη κατάσταση, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Τα αντίπαλα στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται, οι μεν Φιλισταίοι στη Σουνήμ, οι δε Ισραηλίτες, με επικεφαλής τον βασιλιά Σαούλ, στα όρη Γελβουέ. Στη μάχη που επακολούθησε στα όρη Γελβουέ, που βρίσκονται στη βόρεια περιοχή της Ιουδαίας, ο στρατός του Σαούλ νικήθηκε κατά κράτος, τα τρία παιδιά του βασιλιά σκοτώθηκαν και ο ίδιος πληγωμένος, για να μη πέσει ζωντανός στα χέρια των εχθρών του, αυτοκτόνησε, κάνοντας χρήση της ρομφαίας του. Μεταξύ των σκοτωμένων κείται νεκρός και ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ και αδελφικός φίλος του Δαβίδ.
Ο Δαβίδ, που βρίσκεται στη Σικλάγ (Σεκελάκ), 100 μίλια ΝΔ από τη Γελβουέ, πληροφορείται από Αμαληκίτη αγγελιοφόρο την ήττα των Ισραηλιτών και τον τραγικό θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, και αμέσως ξεσπά σε θρήνο. Κάτω από το κράτος αυτής της βαθιάς συναισθηματικής έντασης συνθέτει το ελεγείο του για τους δύο «λέοντες του Ισραήλ», το λεγόμενο «Άσμα του τόξου», που έχει αναγνωριστεί ως το ωραιότερο δείγμα ελεγειακής ποίησης στο αρχαίο Ισραήλ.

Παραθέτουμε το κείμενο του ελεγείου από την ωραιότατη λογοτεχνική απόδοση του λογοτέχνη-γιατρού Κ. Φριλίγγου.[1]

19. Ω περηφάνια του Ισραήλ
απάνω στα ψηλώματα σου
κονταροχτυπημένη!
Πώς γείραν έτσι οι δυνατοί και πέσαν οι αντρειωμένοι!


20.Μην πάτε και το πήτε μες στη Γαθ. Μες στις πλατείες της Ασκαλών
μη το φωνάξετε και χαρούν των Φιλισταίων οι κόρες
κι αναγαλλιάσουν οι κοπέλλες των αλλόφυλων.
21. Και σεις βουνά του Γκιλμποά,
δροσιά ας μην είναι απάνω σας ούτε βροχή,
ούτε χωράφια με πρωτόλουβους καρπούς.
Γιατί η ασπίδα εκεί των δυνατών
πετάχτηκε. Η ασπίδα του Σαούλ,
έτσι σα να μη χρίστηκε με λάδι.
22. Από των σκοτωμένων το αίμα, απ’ των παλικαριών
το πάχος, δεν πισώστρεψε του Γιονάθαν το τόξο
και του Σαούλ δε γύρισε άδειο το σπαθί.
23. Αγαπημένοι όσο που ζούσαν, ο Σαούλ
κι ο Γιονάθαν. Ούτε στο θάνατό τους χωρίστηκαν.
Πιο ανάλαφροι ήταν κι απ’ αητούς,
Πιο δυνατοί κι από λιοντάρια.
24. Κλάψτε, κοπέλες του Ισραήλ, για το Σαούλ,
που κόκκινα σας έντυνε κι ομορφοκεντημένα
κι έβαζε και στα ρούχα σας ολόχρυσα στολίδια.
25. Πώς έπεσαν οι δυνατοί καταμεσίς στη μάχη!
Ω Γιονάθαν, απάνω στ’ αψηλώματά σου χτυπημένε.
26. Πόσο πολύ λυπήθηκα
για σένανε, αδελφέ μου, Γιονάθαν!
Ο πολυαγαπημένος μου στάθηκες συ για μένα.
Μα κι η αγάπη πούχες σε μένα υπέροχη ‘ταν.
Και την αγάπη γυναικών περίσσια την περνούσε.

27. Πώς πέσαν έτσι οι δυνστοί
Και του πολέμου τ’ άρματα πώς χάθηκαν και πάνε!

Θα μπορούσε κανείς να πει πολλά σε μια αισθητική ανάλυση αυτού του έξοχου ελεγείου. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις επικεντρώνονται σε δυο σημεία: στη δομή του ποιήματος και στο περιεχόμενό του.
Σύμφωνα με την πληροφορία που μας δίνει το χωρίο Β' Σαμουήλ 1:18, ο Δαβίδ παράγγειλε να διδάξουν στους υιούς του Ιούδα τούτο το «Άσμα του τόξου» που αρχικά ήταν καταχωρημένο στη συλλογή των εξωβιβλικών εθνικών ποιημάτων, γνωστό ως Βιβλίο του Ιασήρ (Ευθούς, Ο'). Ατυχώς δεν ξέρουμε τίποτα το ουσιαστικό γι’ αυτή τη συλλογή των εξωβιβλικών ποιημάτων και ασμάτων που μνημονεύεται και στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή (10:13) και χάθηκε, ενώ ορισμένα τμήματά του ενσωματώθηκαν στην Παλαιά Διαθήκη. Δεν γνωρίζουμε επίσης, γιατί ονομάστηκε «Άσμα του τόξου». Πρέπει να σημειωθεί, ότι η λέξη Άσμα λείπει από το Μασωριτικό κείμενο και έχει υποδειχθεί από ερμηνευτές και μεταφραστές ως πιθανή, για το υπάρχον κενό. Αν θεωρηθεί ότι αυτή είναι η λέξη που λείπει, τότε πιθανόν, να ονομάστηκε έτσι, γιατί αναφέρεται στο αήττητο τόξο του Ιωνάθαν και κατ’ επέκταση στον ίδιο, ή γιατί συνδευόταν, όταν το έψαλλαν μεταγενέστερα, με ασκήσεις τοξοβολής. Αργότερα, το ελεγείο περιλήφθηκε και στο βιβλίο του Β' Σαμουήλ (Β' Βασιλειών, Ο') όπου και βρίσκεται καταχωρημένο (1:19-26). Από μια σύγκριση του εβραϊκού Μασωριτικού κειμένου με αυτό των Εβδομήκοντα, σε μερικά σημεία το ποίημα φαίνεται ότι έχει κάποια μικρο-φθορά, που οφείλεται στη μεταβίβασή του, και ατυχώς, δεν μπορούν να αποκατασταθούν με βεβαιότητα, όπως π.χ. στα εδάφια 18 και 21β (αγροί απαρχών), το νόημα του οποίου παραμένει δυσνόητο. Η διαφοροποίηση φαίνεται επίσης σ’ ελάχιστα βέβαια σημεία και στις διάφορες άλλες σύγχρονες μεταφράσεις και αποδόσεις του Άσματος, όπως π.χ. στην έγκυρη «Jerusalem Bible» και στη μετάφραση του Εβραιολόγου καθηγητή Β. Βέλλα.[2] Ο παλαιοδιαθηκολόγος Α. Χαστούπης αποδίδει νομίζω επιτυχέστερα στο εδάφιο 21β τη δυσνόητη έκφραση «αγροί απαρχών» με την πιο δόκιμη, «πεδία θανάτου».[3]
Το ποίημα είναι απλό στη δομή του. Αποτελείται από τον πρόλογο (εδ.19), το κύριο σώμα (20-26) και τον επίλογο (27). Ο πρόλογος αρχίζει με μια μεγαλοπρεπή και μεγαλόστομη έκφραση (-Σαούλ και Ιωνάθαν- περηφάνια του Ισραήλ που έπεσε κονταροχτυπημένη) και εισάγει αμέσως τον αναγνώστη στο θέμα που πρόκειται να επακολουθήσει. Ενώ οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις μεταχειρίζονται τη λέξη περηφάνια ή δόξα, μια πιο κατά γράμμα μετάφραση απ’ το εβραϊκό κείμενο θα έπρεπε να την αποδώσει ίσως ως ομορφιά, ή ακόμα καλύτερα ως αντιλόπη (γαζέλα) του Ισραήλ, γιατί το ζώο ήταν γνωστό για την ομορφιά και τη συμμετρική αρμονία της μορφής του. Ο επίλογος περιέχει στοιχεία από τον πρόλογο. Η επωδός τελειώνει με την αρχική φράση «πώς έπεσαν οι δυνατοί», ενώ στο κύριο σώμα (εδ.25) επαναλαμβάνεται η ίδια φράση, και αυτό δίνει αρμονικό δέσιμο σ’ όλο το ελεγείο.
Στο κύριο σώμα μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις, το γνωστό ιδιάζον φαινόμενο της εβραϊκης ποίησης, τον λεγόμενο συνώνυμο παραλληλισμό, στον οποίο δυο στίχοι λέγουν περίπου το ίδιο πράγμα με διαφορετικά λόγια (εδ.20).

Μην πάτε και το πείτε μες στη Γαθ.
Μες στις πλατείες της Ασκαλών
μην το φωνάξετε και χαρούν των Φιλισταίων οι κόρες
κι αγαλλιάσουν οι κοπέλες των αλλόφυλων.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε την ταύτιση των λέξεων πείτε - φωνάξετε, Γαθ - Ασκαλών, χαρούν - αγαλλιάσουν, κόρες των Φιλισταίων - κοπέλες των απεριτμήτων (δες και εδ.22). Η τεχνική αυτή του παραλληλισμού προσδίδει έμφαση και κομψότητα στον ποιητικό λόγο, γι’ αυτό και χρησιμοποιόταν μαζί με άλλα είδη παραλληλισμού, κυρίως στους παλαιοδιαθηκικούς ψαλμούς και στο γνωμικό λόγο των Παροιμιών. Οι φιλολογικές έρευνες, βέβαια, κατέδειξαν ότι το φαινόμενο του παραλληλισμού με τις διάφορες μορφές του (συνώνυμος, αντιθετικός, συνθετικός κλπ.) ήταν γνωστό και σ’ άλλους ανατολικούς λαούς, σημιτικούς και μη, και ιδιαίτερα στους Χαναναίους, όπως φαίνεται από την ουγκαριτική φιλολογία (Ρας Σάμρα) που χρονολογείται από το 14ο π.Χ. αιώνα και αργότερα, αλλά και στους αρχαίους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους κπλ. Ο J. L. Kugel, στην έξοχη μελέτη του με τίτλο «The idea of biblical poetry: parallelism and his history» (1981), μελετά διεξοδικά το φαινόμενο του παραλληλισμού στη λογοτεχνία διαφόρων λαών και κάνει πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Ολόκληρο το ποίημα είναι λιτό, σφιχτοδεμένο και απέριττο, άμεσο και βιωματικό, με ζωντανές εικόνες, προσωποποιήσεις και παρομοιώσεις. Είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο χωρίς να υπακούει σε κάποια μετρική ποιητική μορφή, όπως π.χ. του δακτυλικού εξάμετρου ή πεντάμετρου, γνωστού στην ελεγειακή ποίηση της αρχαίας Ελλάδας.
Το ελεγείο πρέπει να συντέθηκε γύρω στα τέλη του 11ου π.Χ. αιώνα. Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι, ενώ για πολλούς λεγόμενους δαβιδικούς ψαλμούς που βρίσκονται στη συλλογή του ομώνυμου βιβλίου των Ψαλμών έχει διατυπωθεί κάποια επιφύλαξη από πολλούς κριτικούς ως προς την πατρότητά τους,[4] στο ελεγείο αυτό κανείς δεν τόλμησε ν’ αμφισβητήσει τη δαβιδική του προέλευση. Ακόμα και ο γνωστός ελευθερόφρων παλαιοδιαθηκολόγος-κριτικός R. Pfeiffer σημειώνει τα εξής για τη σχέση του Δαβίδ με το ελεγείο: «Η δαβιδική σύνθεση του ποιήματος είναι αναμφισβήτητη. Το βάθος της διαχεόμενης συγκίνησης δείχνει ότι συντέθηκε αμέσως μετά τη μάχη στα Γελβουέ, κάτω από το πρώτο σοκ της εντύπωσης που προκαλεί η συμφορά».[5]
Πράγματι, μόνον ένας Δαβίδ θα μπορούσε να συνθέσει αυτό το ελεγείο. Γιατί πρόκειται για ένα θρήνο που διακρίνεται για τη ζωηρή έκφραση των συναισθημάτων, την ευγένεια, τη μεγαλοψυχία και τη λεπτότητα της διατύπωσης, προσόντα που είχε αναντίρρητα ο μεγάλος λυρικός βάρδος του αρχαίου Ισραήλ (Β. Βέλλας). Ο ποιητής αποκαλύπτει όλη την ένταση της λύπης του με ειλικρίνεια αλλά και ανδροπρέπεια.
Το «Άσμα του όξου» πάλλεται από το ανυπέρβλητο αίσθημα φιλίας του βασιλόπουλου Ιωνάθαν προς το ποιμενόπουλο Δαβίδ. Αβάσταχτη χαρακτηρίζει τη θλίψη του ο ποιητής για τον άδικο χαμό του αδελφικού φίλου που η αγάπη του ήταν «μεγαλυτέρα του έρωτος των γυναικών», ανώτερη απ’ την αγάπη που δείχνει ένας άντρας σε μια γυναίκα, ή ακόμα μια γυναίκα στον αγαπημένο της και μια μάνα στο γιο της. Η φιλία αυτή έμεινε απαράμιλλη στην ιστορία σαν τη φιλία του Δάμωνα και Φιντία, σαν τη φιλία του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, του Γιλγαμές και του Ενγκιντού. Ο Δαβίδ δεν μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητος απ’ τη φιλία και την ανυπόκριτη αγάπη του Ιωνάθαν, που, αν και ήταν διάδοχος του θρόνου σαν γιος του Σαούλ, «αγάπησε τον Δαβίδ ως την ίδια αυτού ψυχή» (Α' Σαμουήλ 18:1). Η αληθινή φιλία πράγματι είναι θείο δώρο και πολλές φορές ανώτερη απ’ τη συγγενική σχέση. «Το μεγαλείο της φιλίας», έλεγε ο Έμερσον, «δεν είναι το απλωμένο χέρι ούτε η χαρά της συντροφικότητας, αλλά η ψυχική έμπνευση που αισθάνεται κανείς όταν ανακαλύπτει ότι κάποιος άλλος πιστεύει σ’ αυτόν και θέλει να τον εμπιστεύεται». Αυτό το απόλυτο είδος εμπιστοσύνης, αυτός ο τελειότατος καρπός της αρετής, είχε αναπτυχθεί σε μια υψηλή αμφίδρομη σχέση μεταξύ Δαβίδ και Ιωνάθαν.
Αλλά ο Δαβίδ δεν σταματά εκεί. Επεκτείνει το θρήνο του με την ίδια ένταση και πάθος και στον Σαούλ, τον εχθρό και καταδιώκτη του. Εξισώνει το θάνατο του εχθρού που επιβουλεύτηκε κατ’ επανάληψη τη ζωή του (Α' Σαμουήλ 18:29) με το θάνατο του αχώριστου φίλου του! Τι μεγαλοψυχία και λεπτότητα αισθημάτων! Μπροστά στο θάνατο του Σαούλ, του «κεχρισμένου του Κυρίου» που δεν τόλμησε να εκτείνει ο ίδιος το χέρι, και του Ιωνάθαν δεν κάνει διάκριση ο ποιητής.

Ιωνάθαν και Σαούλ
αχώριστο ζευγάρι στη ζωή,
μα και στη θανή ενωμένοι.

Οι στίχοι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη του αναγνώστη το γεγονός της υπακοής και συμπαράστασης του Ιωνάθαν προς τον πατέρα του, αν και ήταν ψυχικά δεμένος με τον Δαβίδ. Ο Ιωνάθαν ήξερε να εξισορροπεί με επιτυχία τα αισθήματα της υιικής αγάπης με αυτά της φιλίας (Α' Σαμουήλ 23:14-18, επίσης 19:1-7).
Το Άσμα είναι επίσης γαλβανισμένο από ένα υψηλό φρόνημα πατριωτισμού. Ο Δαβίδ μπορεί να κατέφυγε στον Αγχούς τον Φιλισταίο για να προστατευτεί από την καταδιωκτική μανία του Σαούλ, αλλά δεν υπήρξε ούτε προδότης ούτε αυτόμολος, ούτε δειλός. Ήταν φλογερός Ισραηλίτης στην πίστη και στην ψυχή, όπως αποκαλύπτει η μετέπειτα δράση του και η όλη ζωή του. Γι’ αυτό, δεν έπρεπε κατά τον ποιητή να αναγγελθεί το κακό μαντάτο στους Φιλισταίους για να μη χαρούν οι θυγατέρες των απεριτμήτων και ίσως ψάλλουν (με τύμπανα και κύμβαλα), όπως έψαλαν οι θυγατέρες του Ισραήλ όταν ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ.

Επάταξε Σαούλ εν χιλιάσιν αυτού
και Δαβίδ εν μυριάσι αυτού.


Ακόμα ο ποιητής αναφέρεται στις νίκες και στη γενναιότητα των δύο ανδρών που ήταν

Ελαφρότεροι αετών
δυνατότεροι λεόντων.


Η παρομοίωση εδώ έιναι έξοχη γιατί προδίδει όλο το νοηματικό μεγαλείο της γενναιότητας και μαχητικότητας των πολεμιστών, με το να χρησιμοποιούνται ως παράλληλα, ο βασιλιάς των πουλιών και ο βασιλιάς των ζώων. Και ο Δαβίδ είχε υπόχη του και το δυναμισμό του Σαούλ και τη γενναιότητα και την ευφυή τόλμη του Ιωνάθαν, που σε μια περίπτωση τα είχε βάλει μόνος του μ’ έναν οπλοφόρο, ενάντια με πολλούς Φιλισταίους (Α' Σαμουήλ 14:6-15). Ο θάνατος του Σαούλ και του Ιωνάθαν παρακινεί τον ποιητή να εκφέρει μια συγκρατημένη κατάρα προς τα όρη Γελβουέ, λες κι αυτά ήταν υπαίτια για την αναπάντεχη καταστροφή:

Όρη του Γελβουέ
ας μη σταλάξει απάνω σας
βροχή μηδέ δροσιά.


Ακόμα καλεί τις κοπέλες του Ισραήλ να θρηνήσουν μαζί του για το θάνατο του Σαούλ που τους έφερε λάφυρα από τις μάχες, χρυσά στολίδια και πορφύρα, σαν μια εκδήλωση της γενναιοδωρίας του.
Στα όρη του Γελβουέ έπεσε η περηφάνια του Ισραήλ κονταροχτυπημένη. Εκεί έπεσε η ασπίδα του Σαούλ (λες και δεν είχε χριστεί ο Σαούλ με χριστήριο λάδι). Εκεί συντρίφτηκε και το φοβερό τόξο του Ιωνάθαν. Και ο Δαβίδ θρηνεί. Θρηνεί μ’ έναν εσώτατο σπαραχτικό μονόλογο που σε κάποια στιγμή τον εξωτερικεύει μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Και δεν θρηνεί μόνο αυτός, αλλά παραγγέλλει να διδάξουν στα παιδιά του Ιούδα το «Άσμα του τόξου», σαν μικρό φόρο αγάπης, τιμής και σεβασμού για το χαμό του αγαπημένου Ιωνάθαν και του πατέρα του Σαούλ.
Εντύπωση προξενεί στον αναγνώστη το γεγονός ότι ο Δαβίδ στο ελεγείο του, ενώ φλέγεται από πατριωτισμό, δεν διατυπώνει καμιά άμεση ή έμμεση κατάρα, απειλή, ή έστω όρκο για εκδίκηση κατά των εχθρών για το θάνατο του αγαπητού φίλου. Είναι κι αυτό ένα δείγμα των λεπτών αισθημάτων του ποιητή, ο οποίος πετυχαίνει να μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη, του οποιουδήποτε αναγνώστη, της οποιασδήποτε εποχής. Η συγκινησιακή φόρτιση του ελεγείου διοχετεύεται στις φλέβες του αποδέκτη. Επί χιλιάδες χρόνια μερικοί στίχοι του, όπως «Πώς έπεσαν οι ήρωες», επαναλαμβάνονται από στόμα σε στόμα γιατί έχουν καταστεί παροιμιώδεις. Ο μεγάλος ποιητής Ανδρέας Κάλβος φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το Άσμα αυτό, στην ωδή του «Προς τον Ιερόν Λόχον».

Το θρηνητικό «Άσμα του τόξου» είναι πράγματι ασύγκριτο και μοναδικό στην παγκόσμια λογοτεχνία (Κ. Φριλίγγος). Η αλληνική αρχαιότητα μπορεί να έχει να μας παρουσιάσει δείγματα ελεγείας του Μίμνερμου, του Καλλίνικου ή του Θέογνη κ.α., αλλά τα περισσότερα από αυτά δεν μπορούν να φτάσουν στο ύψος του δαβιδικού ελεγείου. Ο θρήνος αυτός του Δαβίδ, ο τόσο αυθόρμητος, ο τόσο ειλικρινής, αποκαλύπτει περίτρανα την πλούσια ποιητική βλάστησηγ της ψυχής του.Γιατί μονάχα ένας Δαβίδ, μονάχα αυτός ο μύστης του θρησκευτικού συναισθήματος, ο Πίνδαρος του αρχαίου Ισραήλ, μπορούσε να νιώσει τέτοια συντριβή και θλίψη για το θάνατο του Ιωνάθαν και να μετουσιώσει τον αβάσταχτο πόνο του στο «ωραιότερο δείγμα ελεγειακής ποίησης που μας έδωσε η εβραϊκή φιλολογία».[6]

από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσικνόπουλου
Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1996

[1] Κοέλεθ «Εκλογή από τη Βιβλική λογοτεχνία», τόμος Α', σελίδες 173-174.
[2] Β. Βέλλας, Θρησκευτικές προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τόμος 1ος, σελίδα 117 (Αθήνα 1963).
[3] «Αγία Γραφή», εκδόσεις Δημητράκου 1960, τόμος Α', σελίδα 720.
[4] Μερικοί μάλιστα έφτασαν μέχρι το σημείο της ολικής άρνησης, άποψη που βέβαια ανασκευάστηκε και απορρίφθηκε από τους περισσότερους παλαιοδιαθηκολόγους.
[5] R. N. Pfeiffer, Introduction to the Old Testament, 1941, σελίδα 351.
[6] Α. Προκοπίου, Ο λαός της Βίβλου, 1959, σελίδες 112,99.

Δεν υπάρχουν σχόλια: