17/7/09

Η τέχνη στο Ισραήλ

Από την προϊστορία στην εποχή των βασιλιάδων
Στη νεολιθική εποχή χρονολογούνται τα αρχαιότερα στρώματα της οχυρωμένης πόλης της Ιεριχούς. Οι ανασκαφές των Γάλλων και των Ισραηλινών αρχαιολόγων στην Μπέερ Σεβά της Νεγκέβ έφεραν στο φως τελείως ιδιότυπες πλευρές της χαλκολιθικής εποχής (4500-3200 π.Χ.). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι τα οστεοφυλάκια από τερακότα της Ασώρ (κοντά στο Τελ Αβίβ), υπό μορφή ορθογώνιου σπιτιού, διακοσμημένου με μέλη του ανθρώπινου σώματος.
Την εποχή του Χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη ΝΔ όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες πόλεις της Χαναάν, όπως η Γεζέρ, η Μεγιδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του Χαλκού. Η πόλη, που καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά την κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (10ος αιώνας π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκε ο Ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μεγιδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δυο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μεγιδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντά στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χετιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά το θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ισραήλ, με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, η οποία έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων, οι οποίοι κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Πέρση βασιλιά Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τέλειωσαν το 516 και το 445 π.Χ., αντίστοιχα).

Η ελληνιστική και ρωμαϊκή πολεοδομία
Την περσική κυριαρχία ακολούθησαν εκείνες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, οι οποίες σηματοδότησαν την είσοδο του Ισραήλ στην ελληνιστική καλλιτεχνική τροχιά, της οποίας τα δυτικά χαρακτηριστικά τονίστηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (63 π.Χ. - 324 μ.Χ.).
Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν κυρίως τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και τη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στα φρούρια της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά Θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμή του Καίσαρος Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοικτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στην κοιλάδα των Κέδρων και στην Ενόμ.
Η Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκε από τον Τίτο μετά την εξέγερση του 70 μ.Χ., ανορθώθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι το 135, την εποχή της δεύτερης εξέγερσης. Ο Αδριανός έχτισε στη θέση της τη νέα πόλη Αιλία Καπιτωλίνα, στην οποία απαγόρευσε την είσοδο σε όλους τους Ιουδαίους. Η πόλη είχε μια ωραία λεωφόρο με κίονες και τετραμέτωπες αψίδες στα σταυροδρόμια, στην αγορά και στους ναούς. Από τις άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Παλαιστίνης δεν διατηρούνται πολλά μνημεία: στη Σαμάρεια, το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων των αρχαίων κτιρίων που σώζονται έως σήμερα ανήκει στην περίοδο από το 120 έως το 230 μ.Χ. Στην πόλη Ασκαλών (Ασκελόν), όπου μόνο κατά ένα μέρος έχουν γίνει ανασκαφές, βρέθηκαν γλυπτά και ανάγλυφα και ακόμα ένας τάφος με ζωγραφικές απεικονίσεις. Η Σκυθόπολη (Μπετ Σεάν Βεθσάν), που άκμασε ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, έχει σπουδαία ρωμαϊκά μνημεία. Αξιοσημείωτες είναι εξάλλου, οι σαρκοφάγοι κλασικού τύπου, με ανάγλυφες μυθικές σκηνές, ιδιαίτερα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ύστερα από τις ήττες τους οι Εβραίοι της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, όπου, από τον 2ο αιώνα, ο συμβιβασμός με τη ρωμαϊκή κυβέρνηση έκανε δυνατή την ανοικοδόμηση μιας σειράς πέτρινων συναγωγών. Τυπική ήταν εκείνη της Καπερναούμ με την πρόσοψη στραμμένη προς την Ιερουσαλήμ.

Η χριστιανική τέχνη
Η διακόσμηση με ψηφιδωτά χρονολογείται από την εποχή του ραβίνου Αμπούν, τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε Αγίους Τόπους, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αιώνα, στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατούσε η γεωμετρική διακόσμηση ως αντίδραση των Χριστιανών στον χαρακτήρα των δαπέδων της αρχαιοελληνικής θρησκείας, με τις ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε το βυζαντινό αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής στην Μπετ Σεάν (553), την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών ακολουθούσαν διαφορετική τεχνοτροπία: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Στα ψηφιδωτά του 6ου κι 7ου αιώνα τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.
Τα πιο ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανική κτίρια της Παλαιστίνης, ανάμεσα στα οποία και οι Άγιοι Τόποι της Ιερουσαλήμ, περιλήφθηκαν στο κράτος της Ιορδανίας το 1948. Από το 1967, όμως, με τον πόλεμο των Έξι Ημερών, περιήλθαν στο ισραηλινό έδαφος. Σχεδόν όλοι οι αρχικοί ναοί έχουν μεταβληθεί σε ερείπια τεράστιου ιστορικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως στην περίπτωση του ναού του Ευαγγελισμού της Ναζαρέτ, σταυροειδούς τριαψιδωτού, από τον οποίο σώζονται μερικά κιονόκρανα ρομανικού-γαλλικού ρυθμού του 12ου αιώνα. Στην Ιερουσαλήμ του 5ου αιώνα υπήρχε ο ναός του Τάφου της Παρθένου, ο οποίος αποκαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από τους Σταυροφόρους, και ο λεγόμενος ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Στη Γαριζίμ, η οκτάγωνη βασιλική του 484, πρόδρομος του Τεμένους του Ομάρ, και στη Σηλώ δυο ναοί του 5ου-6ου αιώνα, ο ένας από τους οποίους διατηρεί ένα ψηφιδωτό με το παλιό ανατολικό μοτίβο ζώων πλάι σ’ ένα δέντρο. Καλά διατηρημένη, παρά τις επανειλημμένες επισκευές, είναι η ιουστινιάνεια βασιλική της Βηθλεέμ, η οποία ονομάζεται Χριστού Γέννησις, με πέντε κλίτη, τρίκογχο επιστέγασμα και ψηφιδωτά της εποχής των Σταυροφόρων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. από τους Ναβαταίους, έναν αραβικό εμπορικό λαό, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).

Η ισλαμική τέχνη και τα μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών
Μεταξύ 634 και 637, η Παλαιστίνη κυριεύθηκε από τους Άραβες, πρώτα από τους Ομεϊάδες χαλίφες, ύστερα από τους Αβασίδες και τους Φατιμίδες, και, τέλος, από τους Σελτζουκίδες, τον 11ο αιώνα. Ο χαλίφης Αμπντ ελ Μαλίκ (685-705) έκανε την Ιερουσαλήμ τόπο προσκυνήματος και για τον ισλαμικό κόσμο. Η Παλαιστίνη περιήλθε στους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους Φράγκους, μεταξύ 1099 και 1187, έως την κατάληψή της δηλαδή από τον Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαδίνο), μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, και ξανά από το 1231 έως το 1291, δηλαδή έως την κατάκτησή της πρώτα από την αιγυπτιακή δυναστεία των Μαμελούκων και έπειτα (1516) από τους Τούρκους, υπό την κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος Ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε κατά τα έτη 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ εκ Μαλίκ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Στον 8ο αιώνα χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί Αλ Ακσά της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αβασιδών, που επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και 15 κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής.
Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αιώνα και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αιώνα. Όταν δεν καταστρέφονταν οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανικής-τουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αιώνα και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αιώνας) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλιο, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά. Επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).

Η σύγχρονη τέχνη
Το κράτος του Ισραήλ είναι ακόμα πολύ νέο για να παρουσιάσει μια καθαρά εθνική σύγχρονη τέχνη, αλλά η τεράστια και γρήγορη ανάπτυξη της χώρας και η μεγάλη πνευματική κληρονομιά έχουν ήδη επηρεάσει τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του νεαρού κράτους, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική. Στις αισθητικές αξίες επικρατεί η δυναμική πολεοδομία, βασικοί σταθμοί της οποίας είναι οι πρώτες γεωργικές αποικίες που δημιουργήθηκαν περίπου το 1870, κατά την οικοδόμηση του Τελ Αβίβ, της νέας Χάιφα, της σύγχρονης Ιερουσαλήμ, της προφυλακής της Μπέερ Σεβά και του λιμανιού της Ελάτ. Ύστερα από τις πρώτες απόπειρες επανάληψης σχημάτων που συνδέονταν αόριστα με την τοπική παράδοση, εισήχθη με τόλμη η νέα ευρωπαϊκή τεχνοτροπία, ήδη από το 1921, με τον αρχιτέκτονα Ρ. Κάουφμαν, σχεδιαστή της κυκλικής γεωργικής αποικίας της Ναχαλάλ, και με διάφορα κτίρια στη Χάιφα και στο Τελ Αβίβ. Την περίοδο 1934-41 κυριαρχούσε ο Ε. Μέντελσον. Δραστήριος σχεδιαστής μνημειακών έργων υπήρξε ο Αριέλ Σαρόν, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στη σχολή Μπαουχάους, αλλά είχε επίσης την άμεση πρωτοποριακή εμπειρία των κιμπούτς. Εκτός από μερικές κατώτερες κατασκευές, που οφείλονταν στην εσπευσμένη οικοδομική ανάπτυξη, επικράτησαν υποδειγματικά έργα, όπως η αίθουσα συναυλιών Τσόρτσιλ στη Χάιφα (1959, αρχιτέκτονες Α. Ριχ, Α. Σαρόν και Μπ. Ίντελσον), η αίθουσα συναυλιών Φ. Ρ. Μαν στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Ζ. Ρέχι και Ντ. Κάρμι), κάποια κτίρια του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (1954-60), ανάμεσα στα οποία και η αίθουσα συναυλιών (Ντ. Κάρμι, Ζ. Μέλτσερ, Ρ. Κάρμι), το μουσείο Χα-Άρες κοντά στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Βιτκόβερ και Μπάουμαν) και διάφορα κτίρια στην Μπέερ Σεβά.
Στο περιβάλλον μιας διεθνούς καλλιτεχνικής κουλτούρας παρεμβλήθηκαν και τα εθνικά ρεύματα της σύγχρονης γλυπτικής και ζωγραφικής, όπου συνυπήρχαν και οι εμπειρίες των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών ρευμάτων, εκπρόσωποι των οποίων υπήρξαν πολλοί μετανάστες καλλιτέχνες. Τη διετία 1947-48 οι Γ. Ζαρίτσκι και Μ. Γιάνκου έδωσαν ζωή στην ομάδα Νέοι Ορίζοντες, στην οποία προσχώρησαν οι Α. Στεμάτσκι, Α. Καχάνα, Ι. Κρίζε, Ζ. Μαΐροβιτς, Ι. Σέμι και Μ. Στέρνσους (οι τρεις τελευταίοι ήταν και γλύπτες). Η δραστηριότητα της ομάδας συγκεντρωνόταν σε μια όλο και πιο απόλυτη και ελεύθερη αναζήτηση λυρικής αφαίρεσης. Οι ενιαίες αυτές εμπειρίες διήρκεσαν έως το 1963, γιατί μετά, ενώ μερικά μέλη, όπως ο Καχάνα, ξαναγύρισαν στη μορφική έκφραση, οι περισσότεροι αναζήτησαν νέες λύσεις, ιδρύοντας την ομάδα των Δέκα, στο περιβάλλον της οποίας εκφράστηκε και παρουσίασε μεγαλύτερο ενδιαφέρον η δυναμική προσωπικότητα της Λέα Νίκελ, η τέχνη της οποίας προσέλκυσε πολλούς οπαδούς (Α. Ούρι, Ρ. Λάβιε, Α. Αρίχα κ.ά.). Μια λιγότερο αφηρημένη γραμμή αναζήτησης παρατηρείται στους Άικα Μπράουν και Ούρι Λίφσιτς. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του διεθνώς γνωστού Γιάκοβ Άγκαμ.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Ισραηλινούς γλύπτες αξίζει να αναφερθούν οι Μπούκι Σβάρτς, Δαβίδ Παλόμπο, Ιγκαέλ Τουμέρκιν και Μ. Κάντισμαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: