15/6/09

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ, ή αλλιώς Δ' Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, είναι ο τελευταίος της σειράς των αραβο-ισραηλινών πολέμων, με το Ισραήλ στο ένα στρατόπεδο και την Αίγυπτο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ στο άλλο. Ο πόλεμος κράτησε 3 εβδομάδες, ξεκινώντας στις 6 Οκτωβρίου του 1973 και τελειώνοντας στις 22 Οκτωβρίου στο συριακό μέτωπο και στις 26 Οκτωβρίου στο αιγυπτιακό μέτωπο. Ο πόλεμος αυτός αποτέλεσε την άρση της ταπείνωσης που υπέστησαν οι αραβικές χώρες μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967. Το Ισραήλ στη διάρκεια του πολέμου υποστηρίχθηκε οικονομικά και εξοπλιστικά απο τις ΗΠΑ, ενώ οι Άραβες είχαν την οικονομική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας (ανέλαβε τα έξοδα πολέμου) και την παρέμβαση της ΕΣΣΔ, όταν το Ισραήλ απόπειράθηκε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα.
Το όνομα αυτού του πολέμου προέρχεται από την εβραϊκή θρησκευτική γιορτή του Εξιλασμού ή αλλιώς Ημέρα της Εξιλέωσης, η οποία το 1973 συνέπεσε με τον ιερό μήνα του Ραμαζάν των Μουσουλμάνων κατά τον οποίο νηστεύουν αρνούμενοι να φάνε και να πιουν οτιδήποτε από την ανατολή εώς την δύση του ήλιου. Οι δύο αυτές θρησκευτικές εορτές απαγορεύουν τόσο σε Εβραίους όσο και σε Ισλαμιστές οποιαδήποτε εχθροπραξία. Το Ισραήλ λοιπόν δεν περίμενε καμία επίθεση από τους γείτονες στις 6 Οκτωβρίου του 1973 και γι’ αυτό δεν είχε κάνει κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία. Αυτό το μικρό διάστημα αδράνειας εκμεταλεύτηκαν η Αίγυπτος και η Συρία για να επιτεθούν με όλο το στρατό τους ξαφνικά στο Ισραήλ. Ο στόχος τους ήταν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος από τους προηγούμενους πολέμους, το 47-49, το 1956 και ιδιαίτερα το 1967.

Πριν τη σύρραξη
Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ εκτός από τις εκτάσεις που είχε καταλάβει, όπως τη χερσόνησο του Σινά (Αιγύπτου) και την ανατολική πλευρά του Ιορδάνη (Ιορδανίας) απέκτησε και αρκετά διπλωματικά όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε για να αυξήσει την θέση του στην περιοχή. Η στάση αυτή υπήρξε αρκετά σκληρή, καθώς η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ, αρνιόταν συστηματικά ικανοποιητικές παραχωρήσεις προς τα αραβικά κράτη. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, μετά την ανάκληση της παραίτησής του διατηρούσε πλέον την πολιτική των τριών όχι (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, στις διαπραγματεύσεις με αυτό και στην ειρήνη) υπό την νέα υφιστάμενη κατάσταση.
Ο Νάσερ άρχισε ένα εντατικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, κατά το οποίο αναπληρώθηκε όλο το στρατιωτικό υλικό που χάθηκε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών μέσα σε δύο χρόνια. Κύριος προμηθευτής αυτών των εξοπλισμών, βεβαίως με αντισταθμιστικά οφέλη ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία και ενίσχυσε με επιπλέον 3.000 στρατιωτικούς συμβούλους στο Κάιρο, ανεβάζοντας τον τότε αριθμό των Σοβιετικών στρατιωτικών στους 20.000. Τον Ιούλιο του ’69 εγκαινιάστηκε από τον Νάσερ ο Πόλεμος της Φθοράς δημιουργώντας σποραδικές συγκρούσεις μικρής κλίμακας στην ανατολική όχθη της διώρυγας του Σουέζ σε αντιστάθμιση παρόμοιων δραστηριοτήτων των Ισραηλινών. Ωστόσο το σχέδιο αυτό έπαψε με τον θάνατο του Νάσερ τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανουάρ Σαντάτ, που ανέλαβε στη συνέχεια πρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, ακολούθησε τη γραμμή του Νάσερ με μια πιο συντηρητική όμως πολιτική. Τον Ιανουάριο του 1971 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ στην περιοχή, Γκούναρ Γιάρινγκ, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Νίξον και τον Χένρυ Κίσινγκερ, ζήτησε υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Το Φεβρουάριο ο Ανουάρ Σαντάτ, μετά από αμερικανικές υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας έδωσε το πρώτο αιγυπτιακό «ναι» σε διαπραγματεύσεις. Από το Ισραήλ η Μέιρ, έδωσε αρνητική απάντηση, κατηγορώντας τον Γιάρινγκ και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Θαντ, ότι απαιτούσε την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τις νεοκατεχόμενες περιοχές στην προ του ‘67 εποχή.
Έτσι από το καλοκαίρι του 1972 άρχισαν οι δημόσιες απειλές, της Αιγύπτου και της Συρίας (προέδρου Άσσαντ) προς το Ισραήλ.




Ο αιφνιδιασμός της 6ης Οκτωβρίου
Η νέα συνοριακή μεθόριος Αιγύπτου - Ισραήλ εκτεινόταν στα 145 χλμ., ενώ της Συρίας - Ισραήλ σε 64 χλμ. Μετά τον πόλεμο του ’67 οι Ισραηλινοί δημιούργησαν οχυρώματα στην διώρυγα του Σουέζ. Οι οχυρώσεις αυτές πήραν το όνομα «Γραμμή Μπάρ-Λεβ». Καθώς η διώρυγα του Σουέζ δημιουργούσε φυσικές οχυρώσεις, από τα πλευρικά αναχώματα, οι Ισραηλινοί έκαναν έργα εκβάθυνσης των αναχωμάτων, ενώ έχτιζαν περιμετρικά ένα τσιμεντένιο οχύρωμα κάθε 7-10 χλμ, με περίμετρο 300 μέτρα, προστατευμένα από συρματοπλέγματα και ναρκοθετημένες περιοχές. Η λάσπη και η άμμος που μαζεύονταν συσσωρεύονταν στην ανατολική όχθη, δημιουργώντας υψίπεδα ύψους 20 μέτρων και βάθους 10 μέτρων.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1973 η διεύθυνση Πληροφοριών του Ισραηλινού στρατού (AMAN) και ο αρχηγός της υποστράτηγος Έλι Ζέιρα, συνέταξαν μια έκθεση, η οποία έμεινε στην ιστορία ως το μεγαλύτερο φιάσκο στην ιστορία των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Το συμπέρασμα της έκθεσης ήταν πως οι πιθανότητες αραβικής επίθεσης ήταν ελάχιστες, παρόλο που οι δημόσιες απειλές των αράβων γίνονταν συχνότερες, και ο βασιλιάς της Ιορδανίας υποδείκνυε το αντίθετο. Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου υπήρξε πληροφόρηση από πληροφοριοδότη, πως ο πόλεμος ήτανε σίγουρος, και τα ισραηλινά στρατεύματα άρχισαν τις κινητοποιήσεις.
Στις 6 Οκτωβρίου, στις 13:55 το μεσημέρι, ο Αιγυπτιακός στρατός εισβάλει στη χερσόνησο του Σινά (που είχε χάσει το 1967). Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της άμμου χρησιμοποιήθηκαν αντλίες νερού που άλλαξαν την ροή του νερού και αύξησαν την στάθμη με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η συσσωρευμένη άμμος. Τα αιγυπτιακά άρματα πέρασαν το κανάλι μέσω πλωτών γεφυρών, ενώ αλεξιπτωτιστές έπεσαν στα νώτα της γραμμής άμυνας των Ισραηλινών. Ταυτόχρονα υπήρξε αεροπορική και αντιαεροπορική κάλυψη με την εγκατάσταση στην πρώτη γραμμή αντιεροπορικών συστοιχιών πυραύλων. Μέχρι την 8η Οκτωβρίου οι Αιγύπτιοι είχαν προελάσει σε βάθος 10 χιλιομέτρων και σταματούν χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση. Το αιγυπτιακό μέτωπο παγώνει, ενώ το Ισραήλ το έχει σχεδόν εγκαταλείψει.
Παράλληλα η Συρία επιτίθεται στα υψίπεδα του Γκολάν (που επίσης είχε χάσει το 1967). Τα συριακά στρατεύματα με μπουλντόζες και εξοπλισμό ανίχνευσης ναρκών προωθήθηκαν στην ουδέτερη ζώνη, εξαναγκάζοντας σε μερικές περιπτώσεις τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν στα προηγούμενα σύνορά τους. Οι Σύριοι προελαύνουν προς το Ισραήλ έχοντας κατακτήσει τα υψίπεδα του Γκολάν και σφυροκοπούν την ισραηλινή αεροπορία με στρατιώτες οπλισμένους με αντιεροπορικά όπλα. Ο ισραηλινός στρατός βρίσκεται σε χάος, καθώς δέχεται επίθεση και από την Ιορδανία που χρησιμοποιεί και ιρακινές εφεδρείες. Καθώς το Ισραήλ δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει την πανίσχυρη αεροπορία του, φαίνεται να έχει χάσει τον πόλεμο και απειλείται με αφανισμό, οι ΗΠΑ στέλνουν αεροπλανοφόρα στην περιοχή έτοιμα να παρέμβουν.



Η εξέλιξη του πολέμου
Στις 8 Οκτωβρίου υπήρξε η πρώτη επίθεση των ισραηλινών, με σκοπό να δημιουργήσουν ρήγματα στην αιγυπτιακή επίθεση, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον υπήρξε και αμερικάνικη επιχείριση μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού προς το Ισραήλ από αμερικανικά αεροπλανοφόρα που έπλεαν τότε στην ανατολική Μεσόγειο. Ο αμερικανικός στόλος ανιχνεύει την παρουσία άγνωστου υποβρυχίου στα ανοιχτά του Τελ Αβίβ. Εντοπίζεται νέο υποβρύχιο τύπου Ακούλα ανάμεσα στον αμερικανικό στόλο. Στα ανοιχτά του Τελ Αβίβ αναδύεται σοβιετικό υποβρύχιο με οπλισμένο πυρηνικούς πυραύλους.
Για να σταματήσουν την επέλαση της Συρίας διατάζονται στρατεύματα από το αιγυπτιακό και το ιορδανικό μέτωπο να χτυπήσουν τον συριακό στρατό. Έτσι οι Ισραηλινοί συγκεντρώνουν όλες τους τις δυνάμεις στο συριακό μέτωπο και από τις 11 μέχρι τις 14 Οκτωβρίου σημειώνουν αξιοσημείωτη πρόοδο, απωθώντας τους Σύριους από την ουδέτερη ζώνη, ανακαταλαμβάνουν τα υψίπεδα του Γκολάν και εισβάλλουν στην Συρία.
Οι Σύριοι αντιστέκονται αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν τον ενισχυμένο ισραηλινό στρατό και χάνουν πολλές μάχες. Ιρακινά στρατεύματα, με 30.000 στρατιώτες και 500 άρματα, έρχονται να ενισχύσουν τις γραμμές των Συρίων και ανακόπτουν την προέλαση. Και τότε συμβαίνει το ακατανόητο. Η Ιορδανία απαγορεύει την διέλευση του ιρακινού στρατού μέσα από τα εδάφη της και σταματά τις εχθροπραξίες όταν καταλαμβάνει την ανατολική όχθη του Ιορδάνη. Ο τεράτιος ιρακινός στρατός με το ισχυρό πυροβολικό επιστρέφει στην έδρα του άπρακτος. Με την κάμψη της συριακής επιθετικότητας το ισραηλινό πεζικό με διοικητή τον Αριέλ Σαρόν κάνει αιφνιδιαστική επίθεση στο νότιο μέτωπο.
Στις 14 Οκτωβρίου, άρχισε η μεγαλύτερη μάχη αρμάτων μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 1.000 αιγυπτιακά οχήματα εναντίον περίπου 800 ισραηλινών. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ των Ισραηλινών μετά την νίκη τους στη μάχη.
Την 15η Οκτωβρίου, τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση Valiant, που επιδίωκε την αποκοπή των αιγυπτιακών στρατευμάτων από τους δρόμους ανεφοδιασμού τους. Το ισραηλινό πεζικό καταφέρνει να διασχίσει την διώρυγα του Σουέζ ανάμεσα από την 2η και 3η αιγυπτιακή στρατιά μετά από σκληρή μάχη και με τη βοήθεια μιας πλωτής γέφυρας που έφτιαξαν ισραηλινοί μηχανικοί. Ισραηλινοί στρατιώτες πέρασαν στη δυτική όχθη του Σουέζ.
Μέχρι τις 21 Οκτωβρίου η αιγυπτιακή 3η στρατιά δέχεται επίθεση πλέον τόσο από το ισραηλινό μέτωπο όσο και από την μεραρχία του Σαρόν και σύντομα συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται περικυκλωμένοι. Έχουν μόνον ένα δρόμο ανεφοδιασμού τον οποίο αμύνονταν.
Τέλος στις 22 Οκτωβρίου από τις 18:00 έγινε γνωστό πως θα πρέπει να επιβληθεί κατάπαυση πυρός.



Η λήξη του πολέμου
Τις τελευταίες μέρες του πολέμου οι δυτικές χώρες τις Ευρώπης αρχίζουν διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός. Όσο οι Ισραηλινοί έκλειναν τον κλοιό γύρω από την 3η αιγυπτιακή στρατιά, οι Σοβιετικοί πίεζαν για κατάπαυση του πυρός, με την από κοινού με τις ΗΠΑ παρέμβαση. Ωστόσο η κατάπαυση του πυρός καθυστερούσε με αποτέλεσμα, περίπου 90-100 σοβιετικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται στη Μεσόγειο, ενώ αμερικανικά ραντάρ εντόπισαν σε ένα από αυτά ίχνη πυρηνικών κεφαλών.
Τελικά στις 22 Οκτωβρίου, παρεμβαίνει ο ΟΗΕ και με το ψήφισμα 338, από το Συμβούλιο Ασφαλείας, συμφωνείται άμεση κατάπαυση του πυρός στο συριακό μέτωπο και τα δυο κράτη επιστρέφουν στα πριν το πόλεμο σύνορα.
Στις 26 Οκτωβρίου συμφωνείται παύση πυρός και στο μέτωπο του Σινά. Συνομιλίες με τις ΗΠΑ καταλήγουν σε ανακωχή και στην Αίγυπτο επιστρέφονται τα εδάφη της στην διώρυγα του Σουέζ, καθώς και μια λωρίδα γης στη δυτική ακτή του Σινά. Στα νέα αυτά σύνορα στη συνέχεια εστάλησαν ειρηνευτικές δυνάμεις από τον ΟΗΕ.
Μερικές σποραδικές επιχειρήσεις μετά την 26η του Οκτώβρη διακόπηκαν μετά από παρέμβαση των Σοβιετικών. Στις 28 Οκτωβρίου υπήρξαν απευθείας συνομιλίας ανάμεσα σε Αιγυπτίους και Ισραηλινούς, όπου και υπογράφθηκε η τελική εκεχειρία που οδήγησε στη Διάσκεψη της Γενεύης. Στις 18 Ιανουαρίου οι Ισραηλινοί αποδέχτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ.
Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες, οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ θεώρησαν τον πόλεμο ως μια διπλωματική και στρατιωτική ήττα. Συνολικά 2.688 ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώθηκαν.
Κατά την διάρκεια του πολέμου οι αραβικές χώρες του OPEC επέβαλαν εμπορικό αποκλεισμό (εμπάργκο) στις εξαγωγές πετρελαίου προς αμερικάνικες εταιρείες, και μείωση των εξαγωγών κατά 5% κάθε μήνα προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δημιουργώντας έτσι την Α' πετρελαϊκή κρίση. Τα δυτικά έθνη πλήττονται άμεσα από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και ίσως αυτό εξηγεί την προθυμία τόσο των ΗΠΑ όσο και του Ισραήλ να δώσουν στη Συρία και την Αίγυπτο εδάφη, ενώ το Ισραήλ κέρδιζε τον πόλεμο. Το εμπάργκο συνεχίζεται μέχρι τον Μάρτη του 1974. Το 1975 στη Συρία παραδίνεται ένα μικρό μέρος από τα υψίπεδα του Γκολάν και οι δύο χώρες υπογράφουν ανακωχή.



Αποτέλεσμα
Από εκείνη την εποχή υπήρξαν στενότερες συνομιλίες μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, με αποτέλεσμα να λυθούν οι διαφορές τους με τη συνδρομή του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ στις 5 Σεπτεμβρίου του 1978 και οι Ισραηλινοί να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο του Σινά.
Επιπλέον ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε και ελληνική εμπλοκή, καθώς ο δικτάτορας της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, αρνήθηκε την διέλευση και χρήση των αεροδρομίων της Σούδας και Ελευσίνας από τους Αμερικανούς προς συνδρομή των Ισραηλινών, σε αντίθεση μ’ εκείνη της ελεύθερης παραχώρησης του εθνικού εναέριου χώρου, των ελληνικών χωρικών υδάτων και της χρήσης των πολεμικών αεροδρομίων το 1967. Συνέπεια αυτού ήταν η γνωστή διαδοχή του Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη και η ανάληψη της Προεδρίας από τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη.

Η εξέλιξη του πολέμου έδωσε πολλά χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα στις χώρες της περιοχής. Μπορεί από το αποτέλεσμα του να υπήρξε νικηφόρος για τους Άραβες, αλλά άφησε περίτρανα να φανεί ότι μεταξύ των αραβικών κρατών η εμπιστοσύνη κι η αλληλεγγύη ήταν εύθραυστες. Ο ιρακινός στρατός, διπλάσιος από τον ιορδανικό, έκανε τον βασιλιά Χουσείν της Ιορδανίας να φοβηθεί ιρακινή κατοχή στη χώρα του μετά την λήξη του πολέμου. Γι’ αυτό και απαγόρευσε τη διέλευσή του, στερώντας έτσι από τους Άραβες την πιο δυνατή πολεμική τους μηχανή. Οι Αιγύπτιοι, έχοντας νοπές τις μνήμες της ήττας του 1967 δίστασαν να προχωρήσουν πιο βαθιά στο Ισραήλ ακόμα κι όταν έβλεπαν ότι δεν υπήρχε αντίσταση. Οι Σύριοι πολέμησαν πιο λυσσαλέα από όλους και αυτό παραλίγο να το πληρώσουν με ενα πυρηνικό ολοκαύτωμα τις πρώτες μέρες του πολέμου και μια ισραηλινή εισβολή στην ίδια τη Δαμασκό προς το τέλος του. Οι Ισραηλινοί δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν με όλους και να νικήσουν όπως το 1967. Αυτό το κατάλαβαν αμέσως. Εκμεταλλεύτηκαν όμως την αδράνεια των Αράβων και με μία έξυπνη τακτική χτύπησαν κάθε εχθρό τους με όλη την δύναμη του στρατού τους. Πρώτα κατατρόπωσαν τους Σύριους κι ύστερα τους Αιγύπτιους αφήνοντας την Ιορδανία για κάποιο μυστηριώδη λόγο, ανέπαφη. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ οι σχέσεις μεταξύ Ιορδανίας και υπολοιπων αραβικών κρατών ψυχράνθηκαν, επειδή η Ιορδανία μετά το 1973 έκανε άνοιγμα προς τη δυτική κουλτούρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: