30/11/09

Σταυροφορίες και αντισημιτισμός

Κατά το πρώτο ήμισυ της Β' χριστιανικής χιλιετίας, η ιστορία του αντισημιτισμού και η ιστορία του Εβραϊσμού συγκλίνουν τόσο στενά, που σχεδόν ταυτίζονται. Είναι σκάνδαλο για τη χριστιανική ιστορία το ότι, ενώ η Εκκλησία και το χριστιανικό κράτος έφτασαν στο ζενίθ της δύναμής τους και της επιρροής τους, οι γιοι του Ισραήλ έφθασαν στο ναδίρ της ατελεύτητης καταπίεσής τους. Ήταν η εποχή του Ιννοκέντιου Γ' και του Ερρίκου Β', του Γρηγόριου Ζ' και του Ερρίκου ΣΤ', των Σταυροφοριών, του Ακινάτη και του Δάντη, του Αγίου Φραγκίσκου, των Καθεδρικών της Notre Dame και της Ρεμ. Αλλά υπήρξε επίσης και η εποχή κατά την οποία έλαβαν χώρα εκατόμβες Εβραίων, εξορίες, συκοφαντικοί μύθοι, διακριτικά σήματα, γκέτο, και πολλά άλλα δεινά.
Για τον ιστορικό μιας τέτοιας περιόδου οι δυσκολίες αυξάνουν. Μέχρις εδώ, η σποραδική φύση των αντισημιτικών συμβάντων και η σχετική σπανιότητα πηγών, δημιουργούσαν ήσσονα προβλήματα στην έκθεση των γεγονότων· στο εξής, η πληθώρα γεγονότων και κειμένων είναι τέτοια, που απαιτεί πιο γρήγορη και μακροσκοπική θεώρηση.[1] Οι περιορισμοί μας επίσης, απαγορεύουν μία αυστηρή χρονολόγηση, εκτός από την περίπτωση της Γαλλίας και της Γερμανίας, όπου θα ακολουθήσουμε τα γεγονότα σχετικά λεπτομερώς... Μαζί με το γεωγραφικό και χρονολογικό πλαίσιο, θα δούμε και ένα αντίστοιχο πλαίσιο θεμάτων σχετικά με την τοκογλυφία, τον τελετουργικό φόνο, τη δαιμονολογία, τα γκέτο, την εβραϊκή «δουλεία» κι άλλα - επικεφαλίδες κάτω από τις οποίες θα μπορούσε πραγματικά να γραφτεί το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας αυτής της περιόδου.
Το έτος 1000 βρήκε τους Εβραίους σε συνθήκες λογικά σταθερές για την εποχή.[2] Δύο αιώνες αργότερα, ήταν σχεδόν παρίες· τρεις αιώνες αργότερα ήταν τρομοκρατημένοι. Τί συνέβη σ’ αυτό το διάστημα και επέφερε μία τέτοια αλλαγή; Ορισμένοι παρατηρητές μιλούν για τη «διδασκαλία της περιφρόνησης» της Εκκλησίας, που τελικά κυριάρχησε και ενσταλάχτηκε στους όχλους.[3] Αυτό είναι αλήθεια, αλλά το θέμα εμφανίζεται πιο σύνθετο. Ο 11ος αιώνας - ως περίοδος εκκόλαψης - γνώρισε ορισμένα γεγονότα τα οποία προεικόνισαν το μέλλον. Όταν ο Χακίμ κατέστρεψε τον Πανάγιο Τάφο, το 1009, οι Εβραίοι της Ορλεάνης κατηγορήθηκαν για συμπαιγνία - απίθανη κατηγορία, αφού οι Εβραίοι, όπως και οι Χριστιανοί, διώκονταν από αυτόν τον παρανοϊκό Χαλίφη. Ωστόσο, άρχισε ένας εκτεταμένος διωγμός των Εβραίων. Πάλι, το 1012, όταν οι Εβραίοι εκδιώχτηκαν από το Μάιντς, από τον Ερρίκο Β', αυτό ήταν μία επίδραση παλαιότερης κατηγορίας για προδοσία, και αναμφίβολα επίσης μία αντίδραση για τη μεταστροφή στον Ιουδαϊσμό του Βεκέλινους, ιεροκήρυκα του Δούκα Κονράδου, το 1006. Στη «Σταυροφορία της Ισπανίας» κατά των Σαρακηνών, το 1063, οι Εβραίοι δεν θεωρήθηκαν κατάλληλοι για στρατιωτική θητεία και δέχτηκαν επίθεση από στρατιώτες που βρίσκονταν σε πορεία.[4] Με λίγα λόγια, η ανανεωμένη καχυποψία για συμμαχία των Εβραίων με το Ισλάμ, αύξησε την αίσθηση της ετερότητας των Εβραίων και του «άπιστου» χαρακτήρα τους, προετοιμάζοντας έτσι την ατμόσφαιρα για την καταιγίδα που έμελλε να ξεσπάσει πάνω στον Εβραϊσμό στα τέλη του 11ου αιώνα.

ΟΙ ΑΠΙΣΤΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Για να βρούμε στην ιστορία του Εβραϊσμού έτος πιο μοιραίο από το 1096, θα έπρεπε να πάμε χίλια χρόνια πίσω, στην πτώση της Ιερουσαλήμ, ή χίλια χρόνια μπροστά, στη γενοκτονία του Χίτλερ. Το 1096, αν και συχνά το ξεπερνούν σε φρικαλεότητες άλλα χρόνια, σημαδεύει ωστόσο την αρχή ενός διωγμού, που σε διάρκεια και ένταση, ήταν μοναδικός στην εβραϊκή ιστορία. Ήταν η χρονιά της Α' Σταυροφορίας. Για τον Εβραίο ήταν κεραυνός εν αιθρία. Πολυπληθείς ανοργάνωτες ορδές ευγενών, ιπποτών, μοναχών, και χωρικών - με τη φράση «Ο Θεός το θέλει» στα χείλη, καθώς έφευγαν για να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους από τους άπιστους Μουσουλμάνους - ξαφνικά στράφηκαν εναντίον των Εβραίων. Ψιθυριζόταν ότι θα ήταν καλύτερα οι σταυροφόροι να αρχίσουν με τους «άπιστους μες στην πατρίδα». Ένας χρονικογράφος, ο Γουιβέρτος της Noζέν (1053-1124), ανέφερε ότι οι σταυροφόροι της Ρουέν έλεγαν: «Επιθυμούμε να πολεμήσουμε τους εχθρούς του Θεού στην Ανατολή, αλλά έχουμε μπροστά στα μάτια μας τους Ιουδαίους, μία φυλή πιο εχθρική στον Θεό απ’ όλες οι άλλες». Υλοποιώντας αυτή τη λογική, οι σταυροφόροι επιτέθηκαν στους Εβραίους της Ρουέν και σε άλλες πόλεις της Λωρραίνης, σφάζοντας όσους δεν δέχονταν να βαπτιστούν.
Οι Γάλλοι Εβραίοι έστειλαν μία επιστολή προειδοποίησης στους Γερμανούς ομόθρησκούς τους, που βρίσκονταν στο δρόμο των επερχόμενων σταυροφόρων, προτρέποντάς τους να κηρύξουν μία μέρα νηστείας· εκείνοι, όντας βέβαιοι ότι τίποτα κακό δεν θα τους συμβεί, αρκέστηκαν να ευχαριστήσουν τους Γάλλους αδελφούς τους και προσευχήθηκαν γι’ αυτούς. Σύντομα, όμως, απογοητεύτηκαν. Σε όλο το μήκος της κοιλάδας του Ρήνου, οι σταυροφόροι, υποκινούμενοι από κήρυκες όπως ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο αντισημίτης Κόμης Εμίχο και άλλοι, έθεσαν στις εβραϊκές κοινότητες το δίλημμα: βάπτισμα ή θάνατος. Στη Σπέγερ, χάρη στη δραστήρια επέμβαση του επίσκοπου Ιωάννη, δολοφονήθηκαν μόνο δέκα Εβραίοι. Στη Βορμς, πολλοί Εβραίοι κατέφυγαν στο παλάτι του επίσκοπου Ανταλμπέρ, ενώ άλλοι έμειναν στα σπίτια τους, γιατί οι γείτονές τους τούς είχαν υποσχεθεί προστασία. Ωστόσο, οι δυνάμεις των σταυροφόρων υπερίσχυσαν και η πλειονότητα των Εβραίων σφαγιάστηκε.
Πολλοί Εβραίοι προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να υποκύψουν στο καταναγκαστικό βάπτισμα. Μερικές εκατοντάδες σφαγιάστηκαν στο Μάιντς, καθώς, ακόμα μία φορά, οι Εβραίοι προτίμησαν να θυσιαστούν αυτοί και τα παιδιά τους για να «αγιάσουν το Όνομα». Λίγοι, ως συνήθως, προτίμησαν να βαπτιστούν. Η Κολωνία έζησε μία σύντομη ανάπαυλα, καθώς οι Εβραίοι, με τη βοήθεια του Αρχιεπίσκοπου Χέρμαν, κρύφτηκαν σε χριστιανικά σπίτια, σε επτά χωριά της επισκοπής του. Αργότερα οι σταυροφόροι τους ανακάλυψαν και τους έσφαξαν. Στη Ράτισμπον, οι σταυροφόροι έσυραν διά της βίας ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα στον ποταμό Δούναβη και τους βάπτισαν. Σφαγές έλαβαν χώρα στις πόλεις Τρεβς, Νόυς, Ράτισμπον, σε πόλεις κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη, στη Βοημία, και τελικά στην Πράγα, όπου ο επίσκοπος Κοσμάς έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να προστατέψει τους Εβραίους. Το 1099, οι στρατιώτες του Γοδεφρείδου ντε Μπουγιόν, τερματίζοντας στην Ιερουσαλήμ το ταξίδι τους, βρήκαν τους Εβραίους συγκεντρωμένους σε μία συναγωγή· έβαλαν φωτιά καίγοντάς τους όλους.
Το γενικό σχήμα που ακολουθήθηκε σε όλες τις σφαγές ήταν το ίδιο. Αυτοί που διέπρατταν τους φόνους ήταν οι «φτωχοί», που είχαν σχηματίσει ένα είδος εμπροσθοφυλακής για τους πιο πειθαρχημένους σταυροφόρους του Γοδεφρείδου. Οι Εβραίοι υπερασπίζονταν έντονα από τους επισκόπους - με εξαίρεση τον αρχιεπίσκοπο Ρουθάρδο του Μάιντς και, ως έναν βαθμό, τον επίσκοπο Εγιβέρτο της Τρεβ - και από τις αρχές κάθε πόλης, τον κλήρο, και σε πολλά μέρη από τους απλούς κάτοικους. Οι σφαγές ήταν καθαρά ένα έργο θρησκευόμενων φανατικών όχλων. Στις περισσότερες περιπτώσεις λίγοι Εβραίοι βαπτίζονταν εθελοντικά, περισσότεροι βαπτίζονταν με τη βία, πολλοί σφάζονταν, και πολλοί αυτοκτονούσαν. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1096 υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν μέχρι 10.000 Εβραίοι, πιθανόν το 1/4 ή το 1/3 του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας και της Βόρειας Γαλλίας, την εποχή εκείνη.
Οι σφαγές άφησαν πίσω τους έναν τρομοκρατημένο εβραϊκό πληθυσμό και, όπως οι περιγραφές πολλών χρονικογράφων δείχνουν, τη συνείδηση των Χριστιανών σε σύγχυση. Όταν ο Ερρίκος Δ' (1056-1106) επέστρεψε από την Ιταλία και έμαθε για τις σφαγές, τιμώρησε όσους ένοχους μπόρεσε να βρει, και επέτρεψε στους Εβραίους που είχαν βαπτιστεί με τη βία να επιστρέψουν στην προηγούμενη θρησκεία τους, μία πράξη στην οποία εναντιώθηκε σθεναρά ο Πάπας Κλήμης ο Γ' (1080-1100) - θεωρώντας έγκυρα τα βαπτίσματα. Από την εβραϊκή πλευρά, ο ραβί Ράσι,[5] ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή, τήρησε ανεκτική στάση προς αυτούς που επέστρεφαν, σε αντίθεση με άλλους ραβίνους οι οποίοι ήταν πιο αυστηροί. Η δραματική αυτή εμπειρία άφησε μία βαθειά ουλή στην εβραϊκή ψυχή, ιδίως στη Γερμανία. Ένα πνεύμα κατάθλιψης και φόβου έγινε χαρακτηριστικό, που συνοδευόταν από ανανεωμένο μίσος εναντίον του Χριστιανισμού - καλυμμένο μέσα στην ορολογία της εβραϊκής Λειτουργίας, αλλά φανερό στα γραπτά των Εβραίων συγγραφέων. Από μερικούς συγγραφείς οι Χριστιανοί περιγράφονταν ως ιδιότροποι δολοφόνοι, έτοιμοι πάντα να σκοτώσουν. Αλλά μέσα από τα βάσανα, γεννήθηκε ένας νέος ηρωισμός. Αναπτύχτηκε μία θρησκεία και μία παράδοση μαρτυρίου, στην οποία τιμούσαν πολύ αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους «για να αγιάσουν το Όνομα [του Θεού]». Η ανάμνησή τους έγινε μέρος της Λειτουργίας της Συναγωγής. Το παράδειγμα που έδωσαν οι μάρτυρες του 1096, βρήκε χιλιάδες μιμητές στους επόμενους αιώνες. Παραδόξως, μέσα στη μανία των σφαγών, η λαϊκή εχθρότητα απέναντι στους Εβραίους αυξήθηκε, και η θέση τους μέσα στην κοινωνία επιδεινώθηκε πιο πολύ. Μέσα στο μυαλό των λαϊκών μαζών σχηματίστηκε, με κάποια ασάφεια, η αντίληψη ότι οι Εβραίοι ήταν άξιοι να υποστούν αυτές τις φρικαλεότητες.

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Η Β' Σταυροφορία, το 1146, έφερε την ίδια δυστυχία όπως και η Α', αλλά σε μικρότερη κλίμακα, εξαιτίας της πιο αποτελεσματικής παρέμβασης του Αυτοκράτορα Κονράδου Γ' (1208-1261), του Βασιλιά Λουδοβίκου Ζ' (1121-1180) της Γαλλίας, των επισκόπων, και ιδιαίτερα του Αγίου Βερνάρδου της Κλερβώ (1090-1153). Αυτή τη φορά, το θρησκευτικό κίνητρο ενισχύθηκε από το οικονομικό. Μετά την Α' Σταυροφορία, οι Χριστιανοί είχαν γίνει πιο δραστήριοι στο εμπόριο και τώρα δυσανασχετούσαν με τους Εβραίους ανταγωνιστές τους. Επιπρόσθετα, οι Εβραίοι είχαν ασχοληθεί πιο πολύ με τη δανειοδότηση, μία πρακτική που συγκέντρωνε μίσος εναντίον τους, τόσο από τον κλήρο όσο κι από τον λαό. Ο Πάπας Ευγένιος Γ' (1145-1153), ο οποίος συγκάλεσε τη νέα Σταυροφορία, υπέδειξε στους ευγενείς, ως προϋπόθεση για συμμετοχή σ’ αυτήν, την απαλλαγή των σταυροφόρων από τα χρέη τους προς τους Εβραίους δανειστές. Στη Γαλλία, δεν υπήρξαν βιαιότητες στο ξεκίνημα της Σταυροφορίας, απλώς σβήστηκαν τα χρέη. Στη Γερμανία, ένας μοναχός, ο Ραδούλφος, έφυγε από το μοναστήρι του χωρίς άδεια, και άρχισε να κηρύττει ότι οι Εβραίοι ήταν οι εχθροί του Θεού και έπρεπε να διωχθούν. Πολλοί Εβραίοι έπεσαν στα χέρια εξαγριωμένων όχλων, που ορμούσαν πάνω τους φωνάζοντας, «Χεπ, Χεπ».[6] Ούτε ο Αυτοκράτορας Κονράδος ούτε οι επίσκοποι μπορούσαν να τους συγκρατήσουν.
Ο αρχιεπίσκοπος Ερρίκος του Μάιντς κάλεσε σε βοήθεια τον Άγιο Βερνάρδο. Ο διάσημος ηγούμενος, ένας από τους κύριους υποστηρικτές της Σταυροφορίας, επέμενε να μην βλαφτούν οι Εβραίοι, αλλά συμφώνησε να μη βάλουν οι Εβραίοι δανειστές τόκο πάνω στα χρέη των σταυροφόρων.[7] Σε μία επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο, ο Άγιος Βερνάρδος κατηγόρησε τον Ραδούλφο για «ανοησία... κήρυγμα μη εγκεκριμένο από εκκλησιαστική αρχή, περιφρόνηση για την επισκοπική εξουσία και παρακίνηση σε φόνο». Θυμούμενος τον Παύλο, έγραψε, «Ποιός είναι αυτός που θα βγάλει ψεύτη τον προφήτη (τον απόστολο Παύλο) και θα αδειάσει τους θησαυρούς της αγάπης και του ελέους του Χριστου;» Σε μία άλλη επιστολή του προς τους Άγγλους, έγραψε, «Είναι πράξη Χριστιανικής ευσέβειας το να ελεούμε τους κατατρεγμένους, ειδικά εκείνους για τους οποίους έχουμε μία εντολή και μία υπόσχεση, και τη σάρκα των οποίων μοιράστηκε ο Χριστός, του Οποίου το Όνομα ας είναι ευλογητό εις τους αιώνες». Η επιστολή του στον αρχιεπίσκοπο Ερρίκο στάλθηκε επίσης και στους επίσκοπους της Γαλλίας και της Βαυαρίας. Όταν αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, πήγε ο ίδιος να αντιμετωπίσει τον Ραδούλφο, του επιβλήθηκε και τον ανάγκασε να γυρίσει στο μοναστήρι του.
Αλλά το κακό είχε γίνει. Σφαγές και βιαιότητες έλαβαν χώρα στις πόλεις Κολωνία, Σπέγερ, Μάιντς, και Βούζμπουργκ της Γερμανίας, και στις Καρεντόν, Συλλύ, και Ραμερύ της Γαλλίας. Στη Ραμερύ, ο φημισμένος Εβραίος λόγιος Γιάκομπ Ταμ πληγώθηκε με πέντε πληγές στο κεφάλι για τις πέντε πληγές του Χριστού. Αν και η Β' Σταυροφορία ήταν πολύ πιο ήπια από την Α', τα θύματά της ανήλθαν σε πολλές εκατοντάδες.
Διαφορετικού πνεύματος από τον Άγιο Βερνάρδο ήταν ένας άλλος ηγούμενος με μεγάλη επιρροή στην εποχή του, ο Σεβάσμιος Πέτρος της Κλυνύ, ο οποίος έστειλε στον Λουδοβίκο Ζ' (1120-1180) μία οργισμένη επιστολή πιέζοντας τον να τιμωρήσει τους Εβραίους, επειδή, χειρότερα από τους Σαρακηνούς, «μολύνουν τον Χριστό και τη Χριστιανοσύνη και γδέρνουν οικονομικά τους Χριστιανούς». Η Σταυροφορία θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από τα οικονομικά τους, διακήρυττε ο ηγούμενος. Δεν θα έπρεπε να φονευτούν, αλλά «σαν τον Κάιν, τον αδελφοκτόνο, θα έπρεπε να ζήσουν για να υποφέρουν φοβερά βάσανα και να υποστούν μεγαλύτερο όνειδος, με μία ζωή χειρότερη από τον θάνατο».[8]

ΔΟΥΛΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΥΛΗΣ
Η εποχή των Σταυροφοριών ήταν αναμειγμένη σε μία ευρεία κοινωνικοοικονομική επανάσταση, η οποία επηρέασε βαθιά τη μοίρα των Εβραίων.
Δύο εξελίξεις, ιδιαίτερα, μία νομική και μία οικονομική, συνδυάστηκαν για να επιταχύνουν την υποβάθμισή τους: η Γερμανική θεωρία της «Ιουδαϊκής δουλείας» και η ανάμειξη των Εβραίων στην τοκογλυφία.
Η προστασία που οι Εβραίοι ζήτησαν και έλαβαν από τους αυτοκράτορες Ερρίκο Δ' και Κονράδο Γ', στη διάρκεια των δύο πρώτων Σταυροφοριών, αγοράστηκε πολύ ακριβά. Το στέμμα αξίωσε από αυτούς να γίνουν «δούλοι της αυτοκρατορικής αυλής». Αρχικά, η κατάσταση αυτή θεωρήθηκε προνόμιο και προστασία απέναντι στον φανατισμό των όχλων και στην αρπακτικότητα των βαρόνων, αλλά πριν περάσει πολύς καιρός έγινε μέσον για την αύξηση του βασιλικού πλούτου. Η ιδέα δεν ήταν εντελώς καινούργια. Ορισμένοι την ανάγουν στα χρόνια του Τίτου και του Βεσπασιανού, και ίχνη της έχουμε δει στις επιστολές προστασίας που είχαν δοθεί σε Εβραίους έμπορους την εποχή του Καρλομάγνου. Οι Εβραίοι βγήκαν από εκείνη την εποχή βρίσκοντας τους εαυτούς τους σε μία περιθωριακή θέση στο φεουδαρχικό σύστημα, «ξένοι» χωρίς δικαιώματα, εξαρτώμενοι από τις διαθέσεις του κάθε φεουδάρχη. Τα εβραϊκά δικαιώματα περιορίζονταν με «καταστατικούς χάρτες» που ήταν προσωρινοί και μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Η προσκόλληση στην αυτοκρατορική αυλή υποβάθμιζε τους Εβραίους, καθιστώντας τους τμήματα της αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας, που θα μπορούσαν να αγοράζονται, να δανείζονται, και να πουλιούνται όπως όλα τα εμπορεύματα. Οι βασιλείς ξεχρέωναν τους βαρόνους, και οι βαρόνοι ξεχρέωναν τους πιστωτές τους με Εβραίους. Οι βασιλείς μπορούσαν, σε μία ανάγκη, να μεταφέρουν το δικαίωμά τους της κατοχής Εβραίων, σε ευγενείς ή σε πολιτείες. Αυτή η θεωρία και πρακτική εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες. Στη Γαλλία, οι Εβραίοι ήταν αρχικά περιουσία των βαρόνων, αλλά τελικά, κάτω από τον Λουδοβίκο Η' (1187-1226), έγιναν περιουσία του βασιλιά. Στην Αγγλία και Ισπανία επίσης τους διεκδικούσε ο βασιλιάς. Σε μία περίπτωση, ο αυτοκράτορας Αλβέρτος έκανε αγωγή στον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο τον Ωραίο, για τους Εβραίους της Γαλλίας, επειδή σύμφωνα με τη Γερμανική θεωρία της «εβραϊκής δουλείας» όλοι οι Εβραίοι ανήκαν στον αυτοκράτορα.
Η θεολογία συνέβαλλε στη θεωρία αυτήν, η οποία ήταν το πολιτικό ανάλογό της. Το δόγμα της πνευματικής ανωτερότητας του Χριστιανισμού απέναντι στον Ιουδαϊσμό, που ο απόστολος Παύλος συμβόλισε με πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιακώβ με τον Ησαύ, και τη Σάρρα με την Άγαρ (Ρωμαίους 9:13, Γαλάτες 4:22-31), ξεκίνησε μία παράδοση, που στο διάβα των αιώνων βαθμιαία, προσέλαβε διαφορετικά νοήματα. Οι κανόνες και οι νόμοι που απαγόρευαν στους Εβραίους δημόσια λειτουργήματα, και τη μαρτυρία σε δίκες εναντίον Χριστιανών, αντλούσαν κατά μεγάλο μέρος την έμπνευσή τους από τη κακή εφαρμογή αυτού του δόγματος. Τον 13ο αιώνα, ο Ιννοκέντιος Γ' (1198-1216) μίλησε για «διαρκή δουλεία των Ιουδαίων», και η Γ' Σύνοδος του Λατερανού (1179) για «υποταγή των Ιουδαίων στους Χριστιανούς». Ο Θωμάς ο Ακινάτης (1125-1174), προσκολλημένος στις φεουδαρχικές αντιλήψεις της εποχής του, επικύρωσε την αρχή της εβραϊκής «δουλείας» και στο Κράτος και στην Εκκλησία, αλλά πρόσθεσε ορισμένους περιορισμούς. «Θα ήταν νόμιμο, σύμφωνα με το έθιμο», έγραψε, «να κρατάμε τους Ιουδαίους σε διαρκή δουλεία, εξαιτίας του εγκλήματός τους, και έτσι οι ηγεμόνες μπορούν να θεωρούν ότι οι περιουσίες των Εβραίων ανήκουν στην Πολιτεία· ωστόσο, πρέπει να τις χρησιμοποιούν με μέτρο και να μην αφαιρούν από τους Ιουδαίους τα απαραίτητα για τη ζωή». Λίγο αργότερα αυτή η αρχή καθιερώθηκε δια νόμου. Ο Μπράκτον, ο μεγάλος Άγγλος νομικός, έγραψε: «Ο Εβραίος δεν μπορεί να έχει τίποτα δικό του. Οτιδήποτε αποκτά, δεν το αποκτάει για τον εαυτό του, αλλά για τον Βασιλιά».

Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ[9]
Η ευρύτατη επιτυχία της αρχής της «Ιουδαϊκής δουλείας» οφειλόταν ίσως πιο πολύ σε οικονομικές αιτίες, παρά σε νομικές ή θεολογικές. Τα τέλη του 12ου αιώνα πολλοί Εβραίοι είχαν μεγάλη περιουσία. Αλλά δεν ήταν όλοι οι Εβραίοι πλούσιοι, πολλοί ασκούσαν φτωχικά επαγγέλματα. Σύντομα, όμως, κάποιοι, απέκτησαν ιδιαίτερη θέση στον χρηματοδανεισμό και μερικοί κατείχαν μεγάλο πλούτο. Όλα συνωμοτούσαν στο να βοηθήσουν την είσοδο τους στις τοκογλυφικές πρακτικές.[10] Οι νόμοι οι σχετικοί με την κατοχή δούλων είχαν βαθμιαία διώξει τους Εβραίους από τη γεωργία. Η Διασπορά διευκόλυνε την ενασχόλησή τους με το εμπόριο, προετοιμάζοντάς τους έτσι για τις χρηματοδοτικές ασχολίες, και οι νέες οικονομικές εξελίξεις του 12ου αιώνα τις ολοκλήρωσαν. Μετά την Α' Σταυροφορία άνοιξαν εμπορικοί δρόμοι για την Ανατολή, και το χρήμα έγινε απαραίτητο συστατικό της νέας οικονομίας. Αρχικά, οι ίδιοι οι έμποροι χειρίζονταν τα οικονομικά και τις δανειοδοτήσεις, αλλά έγινε τόσο μεγάλη η ζήτηση του χρήματος, ώστε χρειάζονταν άνθρωποι που θα ασχολούνταν όλο τους τον χρόνο με αυτό. Η ανάληψη του ρόλου αυτού από τους Εβραίους ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.
Οι Χριστιανοί, όλο και πιο πολλοί, έμπαιναν στο εμπόριο, και άρχισαν να διώχνουν τους Εβραίους από τον τομέα αυτόν. Οι Εβραίοι δεν ένοιωθαν πλέον ασφαλείς στους δημοτικούς εμπορικούς δρόμους. Ωστόσο, η επαναπρόσληψη Εβραίων στα συνηθισμένα επαγγέλματα, εμποδίστηκε από τις συντεχνίες, κοινωνικοοικονομικές ενώσεις που δέχονταν ως μέλη μόνο Χριστιανούς. Επιπλέον, η απαγόρευση της τοκογλυφίας από την Εκκλησία, κράτησε τους Χριστιανούς, σε μεγάλο βαθμό, μακριά από τον χρηματοδανεισμό και λειτούργησε ως κίνητρο για τους Εβραίους, που δεν υπόκειντο στις εκκλησιαστικές διατάξεις, ώστε να μπουν σ’ αυτόν τον τομέα. Πράγματι, η Εκκλησία ωφελήθηκε με πολλούς τρόπους από την άσκηση της τοκογλυφίας από Εβραίους - είχε φτάσει μέχρι να δανείζεται χρήματα για να χτίζει εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς. Οι ραβίνοι επίσης απαγόρευαν την τοκογλυφία, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη και Ταλμουδικά κείμενα. Αλλά, από τις αρχές του 13ου αιώνα, έγινε διάκριση: ο δανεισμός με τόκο επιτρεπόταν αν ο οφειλέτης ήταν Χριστιανός· και οι ενδεχόμενοι Χριστιανοί οφειλέτες ήταν άφθονοι. Το χρήμα κυκλοφορούσε σε μικρές ποσότητες, και έτσι και οι ηγεμόνες και οι φτωχοί επιζητούσαν τις δανειστικές υπηρεσίες των Εβραίων.
Ίσως ο κύριος λόγος για την άσκηση τοκογλυφίας από μέρους των Εβραίων να ήταν η δική τους ανάγκη για χρήματα. Όντας θύματα της συχνής και βαριάς φορολογίας των φεουδαρχών και βασιλέων - που τους μεταχειρίζονταν σαν σφουγγάρι για στύψιμο, ρούφηγμα νερού, και πάλι στύψιμο -, οι Εβραίοι είχαν μονίμως την ανάγκη από ρευστό χρήμα. Σε κάθε βήμα, έρχονταν αντιμέτωποι με ειδικούς φόρους, δημεύσεις περιουσιών, παραγραφές χρεών, εξορίες και απειλές θανάτου. Ο Εβραίος έπρεπε να αγοράζει, στην κυριολεξία, όχι μόνο τα δικαιώματά του, αλλά και την ίδια του τη ζωή. Το χρήμα έγινε γι’ αυτόν τόσο πολύτιμο όσο και ο αέρας που ανέπνεε και το ψωμί που έτρωγε. Έτσι δικαιολογούνται τα υψηλά επιτόκια για τα οποία τους κατηγορούσαν, αλλά με τα οποία εξασφάλιζαν το αναγκαίο εισόδημά τους. Μία ειλικρινής αναγνώριση αυτής της κατάστασης έγινε από τον βασιλιά Βλάντισλαβ της Βοημίας, ο οποίος επέτρεπε στους Εβραίους να παίρνουν διπλάσιους τόκους απ’ ότι οι Χριστιανοί τοκογλύφοι. Από το άλλο μέρος, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι μερικοί Εβραίοι δανειστές συχνά ασκούσαν το επάγγελμά τους απερίσκεπτα. Ακόμα και Εβραίοι χρονικογράφοι παραπονούνται για τις υπέρμετρες απαιτήσεις τους, και μερικοί έχουν θρηνήσει για τις άσχημες επιδράσεις που είχε η μανία του χρήματος στον χαρακτήρα, την πνευματική ζωή, και τον αυτοσεβασμό των Εβραίων.[11] Οι πρώτες σκιαγραφίες της εβραϊκής καρικατούρας, που αργότερα έγιναν θρυλικές με τον Σάυλοκ του Σαίξπηρ, χωρίς αμφιβολία είχαν προέλθει από τον 12ο αιώνα.
Οι αρχές του αντισημιτισμού των μεγάλων λαϊκών μαζών ανάγονται στον 12ο αιώνα. Η εβραϊκή τοκογλυφία συχνά ασκούνταν και στους φτωχούς, που χρειάζονταν χρήματα σε μία έκτακτη ανάγκη τους. Είναι ευνόητο ότι, σε μία τέτοια περίσταση, αναπτυσσόταν μνησικακία ενάντια στον δανειστή, ο οποίος μπορεί να ήταν ανεκτός αν ήταν Χριστιανός, αλλά όχι αν ήταν «άπιστος», «Θεοκτόνος». Ήταν τελικά αυτός ο ρόλος του «άπιστου», που έγερνε τη ζυγαριά εναντίον του Εβραίου τοκογλύφου. Υπήρχαν Χριστιανοί που ήταν χειρότεροι τοκογλύφοι από τους Εβραίους, κυρίως οι Φλωρεντινοί και οι Κορσικανοί, οι οποίοι είχαν μπει στον κόσμο του εμπορίου από τις αρχές του 10ου αιώνα και τελικά πήραν τη σκυτάλη του δανεισμού από τους Εβραίους όταν, τον 13ο και 14ο αιώνα, η αβέβαιη θέση τους τούς έκανε ακατάλληλους γι’ αυτό το επάγγελμα. Πολλές μαρτυρίες υπάρχουν για τη σκληρότητα τέτοιων Χριστιανών τοκογλύφων. Ο Άγιος Βερνάρδος λέει: «Δεν θα μιλήσω για εκείνους τους Χριστιανούς δανειστές, αν μπορούν να αποκληθούν Χριστιανοί, οι οποίοι, ενώ δεν είναι Εβραίοι, ενεργούν, λυπάμαι που το λέω, με τρόπο χειρότερο από τους Εβραίους». Οι Ιταλοί δανειστές, για παράδειγμα, εκδιώχτηκαν από τη Γαλλία, το 1349, για τους οικονομικούς εκβιασμούς που έκαναν.
O Εβραίος δανειστής είχε πιαστεί σε μία μέγγενη. Από τη μία πλευρά, ήταν ο «βασιλικός δανειστής» από τον οποίο οι βασιλιάδες απομυζούσαν τα άμεσα απαραίτητα κεφάλαιά τους. Από την άλλη πλευρά, ήταν ο τοπικός δανειστής και ο ενεχυροδανειστής ο οποίος με υψηλά επιτόκια - που μερικές φορές ξεπερνούσαν και το ίδιο το κεφάλαιο - μάζευε, με τη σειρά του, από τους χωρικούς τα χρήματα που χρειαζόταν για να εξασφαλίσει την αβέβαιη ύπαρξή του και της κοινότητάς του. Ήταν μία μοιραία κατάσταση. Ο ηγεμόνας τον προστάτευε όσο του ήταν χρήσιμος, και όσο δεν ξεσπούσε η οργή των όχλων και των πιστωτών. Όταν ξεσπούσε, συνήθως εγκατέλειπε τους «Ιουδαίους του» και υποκριτικά ενωνόταν με τους όχλους. Μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, οι Εβραίοι είχαν απελαθεί από τη Γαλλία, την Αγγλία, και τα περισσότερα μέρη της Γερμανίας. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, οι απελάσεις ξεκινούσαν από την τοκογλυφία. Αναμφίβολα, πολλές από τις σφαγές που έλαβαν χώρα όλη την περίοδο του Μεσαίωνα είχαν και ένα αντίστοιχο οικονομικό κίνητρο. Πολλοί από αυτούς που σφάχτηκαν δεν ήταν μόνον «άπιστοι Ιουδαίοι», αλλά και δανειστές. Απόδειξη αυτού είναι η καταστροφή των καταλόγων των χρεών, που γινόταν μετά ή και πριν από κάθε σφαγή.

Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΦΟΝΟΥ
Ο 12ος αιώνας, «στοιχειωμένος τόσο από το αίμα, όσο και από το χρυσάφι», έφερε στο προσκήνιο την κατηγορία, εναντίον των Εβραίων, του τελετουργικού φόνου, μία κατηγορία που αντήχησε σε όλους τους μετέπειτα αιώνες, και είχε σαν επακόλουθο ποταμούς αίματος. Η κατηγορία είναι γνωστή από παλιά. Στην ελληνική αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε εναντίον των Εβραίων και στη ρωμαϊκή εποχή εναντίον των πρώτων Χριστιανών. Συγκεκριμένα σημαίνει φόνο Χριστιανού, κατά προτίμηση παιδιού, τη Μεγάλη Εβδομάδα, για τελετουργικούς σκοπούς. Ευρύτερα, σημαίνει οποιοδήποτε φόνο Χριστιανού, που γίνεται για θρησκευτικούς ή δεισιδαιμονικούς σκοπούς, περιλαμβανόμενης και της λήψης αίματος για θεραπευτικούς ή μαγικούς σκοπούς, και συχνά αποκαλείται «η συκοφαντία του αίματος».
Για πρώτη φορά Εβραίοι κατηγορήθηκαν από Χριστιανούς για τελετουργικό φόνο, τον 12ο αιώνα.[12] Στο Νόργουιτς της Αγγλίας, το 1141, βρέθηκε το νεκρό σώμα ενός αγοριού την παραμονή της Μεγάλης Παρασκευής. Έγινε πιστευτό ότι οι ένοχοι ήταν Εβραίοι, με βάση τη μαρτυρία ενός Εβραίου αμφίβολης εντιμότητας που είχε μεταστραφεί, του Τέομπαλντ, ο οποίος είπε ότι οι Εβραίοι έχουν συμφωνήσει να κάνουν κάθε χρόνο ένα φόνο για να χλευάσουν τον θάνατο του Χριστου. Η κατηγορία αυτή δεν θεωρήθηκε σοβαρή τότε, αλλά αναβλάστησε προς το τέλος του αιώνα σε μερικές Αγγλικές πόλεις - στο Γκλούσεστερ, στο Μπέρυ Σαιντ Έντμουντς, στο Μπρίστολ, και στο Γουίντσεστερ. Σ’ αυτή τη περίσταση, οι Εβραίοι δεν υπέστησαν καμία υλική βλάβη. Αλλά άρχισε να ανθεί ένας θρύλος για τον Γουίλλιαμ, το υποτιθέμενο θύμα των Εβραίων, ο οποίος συνέχισε για μερικούς αιώνες. Μία άλλη παρόμοια συκοφαντία παρουσιάστηκε στο Βούρζμπουργκ, στη διάρκεια της Β' Σταυροφορίας.
Την ίδια εποχή υπήρξε και η κατηγορία για βεβήλωση της όστιας [του άρτου της Θείας Ευχαριστίας] στο Μπέλιτζ της Γερμανίας, όπου όλοι οι Εβραίοι της πόλης κάηκαν. Αυτή η κατηγορία, που έμελλε επίσης να έχει μακρόχρονη καριέρα, συνήθως διανθιζόταν με μυθικές και θαυματουργικές διηγήσεις για τα βεβηλωμένα αντικείμενα, που συχνά κατέληγαν στην αιμορραγία της όστιας και τη μεταστροφή του ιερόσυλου Εβραίου. Εκατοντάδες περιστατικά σχετικά με αυτήν τη συκοφαντία έχουν καταγραφεί, και πολλά από αυτά αποτέλεσαν το προοίμιο της σφαγής που ακολούθησε.[13] Η κατηγορία αυτή μας δίνει στοιχεία για τη μεσαιωνική πεποίθηση ότι οι Εβραίοι στην πραγματικότητα είχαν πειστεί για τη χριστιανική αλήθεια, αλλά αντιστέκονταν πεισματικά σ’ αυτήν. Οι κατήγοροι των Εβραίων ποτέ δεν φαίνονταν να καταλαβαίνουν ότι το δόγμα της μετουσίωσης ήταν τελείως ξένο προς τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό.[14]
Έκτοτε, οι κατηγορίες για τελετουργικό φόνο πολλαπλασιάστηκαν στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Έχουν μετρηθεί 150 καταγραμμένες περιπτώσεις. Μερικές ξεχωρίζουν: το 1171 στην Μπλουά, σαράντα Εβραίοι κάηκαν, επειδή απέτυχαν να περάσουν τη «δοκιμασία του νερού».[15] Στη Γερμανία οι διωγμοί των Εβραίων έγιναν τόσο σκληροί, εξαιτίας αυτής της κατηγορίας, ώστε ακόμη και ο αυτοκράτορας και ο Πάπας επενέβησαν για να τους προστατέψουν. Ο Φρειδερίκος Β' (1215-1250) συγκέντρωσε μία ομάδα από Εβραίους προσήλυτους στον Χριστιανισμό για να εξετάσει το θέμα. Αυτοί δεν δυσκολεύτηκαν να αποδείξουν ότι, τελείως αντίθετα προς την κατηγορία, οι εβραϊκές διδασκαλίες και παραδόσεις περιλαμβάνουν μία απέχθεια για το αίμα - όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και των ζώων, αφού μία απ’ τις σοβαρότερες αμαρτίες θεωρείται η βρώση κρέατος με αίμα. Στη «Χρυσή Βούλα» του, ο αυτοκράτορας απαγόρευσε τη διατύπωση αυτής της κατηγορίας.[16] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ' επίσης εξέδωσε μία Βούλα το 1247, η οποία απάλλασσε τον Ιουδαϊσμό από την κατηγορία, δηλώνοντας ότι, «αυτοί (οι Εβραίοι) κατηγορούνται ψευδώς ότι, την ίδια περίσταση (Πάσχα), παίρνουν κοινωνία από την καρδιά ενός δολοφονημένου παιδιού. Αυτό, πιστεύεται, ότι απαιτείται από το Νόμο τους, αν και ξεκάθαρα πρόκειται για το αντίθετο. Οπουδήποτε ανακαλύπτεται ένα πτώμα, οι διώκτες τους με κακία τούς κατηγορούν ως ενόχους». Ο Ιννοκέντιος Δ' εξέδωσε και τρεις άλλες Βούλες οι οποίες προσπαθούσαν να απαλλάξουν τους Εβραίους από την κατηγορία του τελετουργικού φόνου. Και άλλοι Πάπες, μετέπειτα, απάλλαξαν επίσης τους Εβραίους από τη συκοφαντία, κυρίως ο Γρηγόριος Ι' το 1272, ο Μαρτίνος Ε' το 1422, ο Παύλος Γ' το 1540, και ο Νικόλαος Ε' το 1447, αλλά με μικρό όφελος.[17]
Ακόμα και μέχρι τον 18ο αιώνα δικάζονταν τόσοι πολλοί Εβραίοι για τελετουργικό φόνο στην Πολωνία, ώστε ο Καρδινάλιος Γκανγκανέλλι, ο μεταγενέστερος Πάπας Κλήμης ΙΕ' (1769-1774), έκανε μία διεξοδική έρευνα με την οποία απέδειξε άκυρες όλες τις περιπτώσεις τελετουργικού φόνου, εκτός από δύο, της Ριν και της Τρεντ,[18] και οι οποίες αργότερα αποδείχτηκαν επίσης άκυρες από τους περισσότερους ιστορικούς. Η κατηγορία άφησε ένα μόνιμο ίχνος αίματος δια μέσου των αιώνων, και αναβίωσε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γερμανία, στη Γαλλία και στη Ρωσία. Μερικά περιστατικά αυτής της κατηγορίας ή της προπαγάνδας σχετικά με αυτήν έχουν καταγραφεί ακόμα και τον 20ό αιώνα.[19]
Η πορεία που πήρε αυτή η συκοφαντία περιπλέχτηκε και επιδεινώθηκε από τη λαϊκή αγιοποίηση ορισμένων δήθεν θυμάτων της. Έξι από αυτά έγιναν αντικείμενα λαϊκής λατρείας, περιλαμβάνοντας θαύματα και προσκυνήματα, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις διάρκεσαν επί αιώνες.[20] Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΔ' (1740-1758) εξέδωσε μία Βούλα για τον Μακάριο Ανδρέα της Ριν το 1775, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει τη διαδικασία αγιοποίησής του ή να τον εισαγάγει στο μαρτυρολόγιο. Αυτό το έγγραφο μαρτυρεί την πίστη του στη δολοφονία Χριστιανών από Εβραίους, διαπνεόμενους από «μίσος για τον Χριστό».
H συναίνεση της Εκκλησίας σ’ αυτές τις λατρείες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποστηριχτεί η εγκυρότητα της κατηγορίας του φόνου.[21] Ουσιαστικά, αυτό που επιδοκιμάστηκε από την Εκκλησία ήταν η ευσέβεια των πιστών, ανεξάρτητα από το αν ήταν αληθινές ή ψεύτικες οι κατηγορίες για τελετουργικό φόνο, για τις οποίες καμία λεπτομερής έρευνα δεν έγινε. Οι σύγχρονοι λόγιοι γενικά απορρίπτουν την ιστορικότητα όλων αυτών των φόνων. Σε μία συστηματική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων, ο π. Vacandard συμπεραίνει: «Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση αυτού του είδους που να έχει αποδειχτεί ιστορικά». Μερικοί μελετητές του ζητήματος παραδέχονται την πιθανότητα να υπήρχαν περιπτώσεις τελετουργικού φόνου με την ευρεία έννοια, όπως ίσως να συνέβαινε σε περιπτώσεις ψυχοπάθειας.[22] Η συκοφαντία του τελετουργικού φόνου στέκεται στην κρίση της Ιστορίας ως το πιο τερατώδες όργανο αντιεβραϊκού διωγμού, που επινόησε ο Μεσαίωνας. Εξ αιτίας της, οι Εβραίοι υπέστησαν πολλά βασανιστήρια, εξορίες, και σφαγές, τότε, αλλά και μετέπειτα. H έναρξή της τον 12ο αιώνα, δείχνει επιπρόσθετα την πορεία που έπαιρνε η εικόνα του Εβραίου: άπιστος και τοκογλύφος πριν, τελετουργικός δολοφόνος τώρα. Βαθμιαία ο Εβραίος απογυμνώνεται από κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αποκτώντας έτσι μία σατανική μορφή.

Όταν τελείωσαν η Α' και η Β' Σταυροφορία, οι Εβραίοι απόλαυσαν μία ανάπαυλα, η οποία επισκιάστηκε μόνο από τον διωγμό των Εβραίων και Χριστιανών που έγινε από τον Αλμοχάντε στη Β. Αφρική και Ισπανία. Οι πρώτες δύο Σύνοδοι του Λατερανού άφησαν τους Εβραίους ήσυχους, και ο Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας ήταν τόσο ευνοϊκά διακείμενος στους Εβραίους, ώστε αποδοκιμάστηκε από τον Πάπα Αλέξανδρο Γ' (1159-1181). Αλλά αυτή ήταν μόνο μία σύντομη αιθρία μέσα στην ατελείωτη θύελλα. Ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος (1180-1223), που πίστευε στην συκοφαντία του αίματος, και ζήλευε την ευημερία των Εβραίων, όταν εσπευσμένα χρειάστηκε χρήματα, είδε τους Εβραίους σαν λύση στα προβλήματά του. Μέσα σε μία ημέρα, το 1182, συνέλαβε όλους τους Εβραίους, και μετά τους απελευθέρωσε παίρνοντας λύτρα, και τέλος τους απέλασε από το βασίλειό του. Ο βασιλιάς, απογυμνωμένος από τα πλεονεκτήματα που του πρόσφεραν, 16 χρόνια αργότερα, θυμήθηκε τους «Εβραίους του» και τους επανέφερε, κάνοντάς τους μάλιστα επίσημους δανειστές στο βασίλειό του, φορολογώντας τους βαριά ωστόσο, και ελέγχοντας στενά τις συναλλαγές τους. Έδωσε διέξοδο στα εχθρικά του αισθήματα όταν, σε εκδίκηση για έναν από τους υπηκόους του που κρέμασαν για το φόνο ενός Εβραίου, έκαψε 100 Εβραίους, στην Μπρεή. Η συνεισφορά του στην Γ' Σταυροφορία (1189), που κήρυξε εκείνη την εποχή, ήταν η παραγραφή όλων των χρεών προς τους Εβραίους. Στη Γερμανία, αυτή η Σταυροφορία άφησε τους Εβραίους σχετικά ανενόχλητους, χάρη στην ειλικρινή στάση του αυτοκράτορα και των επισκόπων ενάντια στην αντιεβραϊκή βία. Ωστόσο, αργότερα τον ίδιο αιώνα, συνέβησαν περιστατικά βιαιοτήτων, στη Νόυς, τη Βορμς, την Μπόπαρντ, και τη Σπέγερ. Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η βία στη Σπέγερ, όπου κάηκε η συναγωγή.
από το βιβλίο
«Η Αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις:
[1] Περισσότερες από δώδεκα πηγές, εβραϊκές και εθνικές, για παράδειγμα, είναι διαθέσιμες μόνο για την 1η Σταυροφορία, που ήταν η πρώτη αψιμαχία μιας μόνιμης σφαγής (βλ. Poliakov, Du Christ, σ. 57-62).
[2] Για τους Χριστιανούς ήταν η εποχή του «Μεγάλου Φόβου»: Το κλείσιμο της χιλιετίας ενέπνεε έναν αποκαλυπτικό φόβο, η κεντρική διακυβέρνηση είχε διαλυθεί, το κύρος του Παπισμού είχε μειωθεί, και ο Μουσουλμάνος εχθρός βρισκόταν «προ των πυλών».
[3] Ο Jules Isaac, ιδιαίτερα, το έχει κάνει αυτό άποψή του (βλ. Genese, op. cit.). Στο βιβλίο του Les Prophetes d’ Israel, ο J. Darmesteter δηλώνει: «Το μίσος των λαών απέναντι στους Εβραίους είναι έργο της Εκκλησίας, κι ωστόσο μόνον η Εκκλησία είναι που τους προστατεύει απέναντι στη μανία που η ίδια έχει εξαπολύσει» (σ. 183, Vernet, «Juifs et Chretiens», loc.cit. col. 1652). O Solomon Grayzel, γράφοντας για τις Σταυροφορίες, λέει: «Μετά από πολλούς αιώνες εσωτερικής εξασθένησης, η Καθολική Εκκλησία τελικά εγκαθίδρυσε την ενότητά της και τη δύναμη της. Με μια αργή διαδικασία ο τοπικός κλήρος και οι μοναχοί κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν σταθερά στο μυαλό του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης» (βλ. A History of the Jews [Philadelphia: Jewish Publications of America, 1960], σ. 340).
[4] Όπως όλες οι άλλες, και αυτή η εποχή είχε τις λαμπρές σελίδες της. Στα τέλη του 9ου αιώνα, ο Ρεμίτζιους της Οζέρ, Βενεδικτίνος μοναχός, επιβεβαίωσε έντονα την παράδοση του Παύλου και προειδοποίησε εναντίον της ενοχοποίησης των Εβραίων για τη σταύρωση, «για την οποία», όπως είπε, «ήταν ένοχοι όλοι οι αμαρτωλοί» (βλ. Ομιλία στον Άγιο Ματθαίο, 5 [ΡL, 131Q892]). To 1084 ο επίσκοπος Ρούντιγκερ της Σπέγιερ προσκάλεσε τους Εβραίους να εγκατασταθούν στην πόλη, δίνοντας ιδιαίτερα προνόμια και προστασία σ’ όλη την εβραϊκή κοινότητα (βλ. Blumenkranz, Juifs et Chrétiens, σ. 39).
[5] Το όνομα «Ράσι» είναι ακρωνύμιο για το Ραβί Σλομό μπεν Ισαάκ (1040-1095), διάσημο σχολιαστή της Βίβλου και του Ταλμούδ.
[6] Αυτή η κραυγή πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει τις λέξεις Hiersolyma Est Perdita (Η Ιερουσαλήμ έχει χαθεί).
[7] Αν και ο Άγιος Βερνάρδος ήταν ο κύριος υπερασπιστής των Εβραίων, ωστόσο όμως συμμεριζόταν τη θεολογική άποψη της εποχής του: «Οι Εβραίοι είναι για μας», έγραφε, «οι ζωντανοί λόγοι των Γραφών, γιατί μας θυμίζουν πάντοτε το τί υπέφερε ο Κύριός μας. Έχουν διασπαρθεί σε όλο τον κόσμο, έτσι ώστε εξιλεώνοντας το έγκλημά τους, να είναι παντού ζωντανοί μάρτυρες της δικής μας απολύτρωσης» [βλ. Letters of St. Bernard, ed. Bruno Scott James (Chicago: Regnery, 1953), σ. 462].
[8] Επιστολή 46, PL, 189:465. Ο Σεβάσμιος Πέτρος επίσης έγραψε προηγουμένως ένα φυλλάδιο εναντίον των Εβραίων, με τίτλο Tractatus adversus Judaeorum inveteratam duritiam (PL, 189:507-650. Βλ. Williams, Adversus Judaeos, σ. 384-393).
[9] Στον μεσαιωνικό κόσμο τοκογλυφία σήμαινε κάθε είδος τοκισμού, οποιοδήποτε επιτόκιο επιβάρυνε το συμφωνημένο χρόνο του δανείου.
[10] Δεν υπάρχει ιστορική βάση για τη θεωρία ότι οι Εβραίοι κατέχονται από μια «φυλετική κλίση» για εμπορικές και οικονομικές υποθέσεις. Ένας πολύ γνωστός προπαγανδιστής αυτής της άποψης είναι ο Werner Sombert, ο οποίος στο βιβλίο του The Jew and Modern Capitalism (New York: Collier Books, 1962): «Εάν κάποιος θέλει να περιγράψει τον ρόλο των Εβραίων στο σύγχρονο πολιτισμό, μπορεί να πει ότι οφειλόταν στη μεταφύτευση μιας Ανατολίτικης φυλής ανάμεσα στις Βόρειες φυλές» (σ. 200). Οι λόγιοι γενικά απορρίπτουν την οικονομική ανάλυση καθώς και τη φυλετική του θεωρία.
[11] «Η παλαιότερη εβραϊκή αριστοκρατία της διανόησης», γράφει ο Abrahams, «αντικαταστάθηκε από μια αριστοκρατία πλούτου» (op.cit., σ. 43). Ο Lazare είναι πιο αυστηρός, βλέποντας σ’ αυτό μια σοβαρή κατάθλιψη στον εβραϊκό χαρακτήρα (βλ. L’Antisémitisme [2 vols, Paris: Cres, 1884] II, 231). O Leon Poliakov, απ’ το άλλο μέρος, παίρνει μια άλλη άποψη: «Η τοκογλυφία και η μάθηση δεν θεωρούνταν ασύμβατες, το αντίθετο. Ένα κείμενο [από το Ταλμούδ] λέει πως η ενασχόληση με τα δάνεια δίνει το πλεονέκτημα να αφήνει ελεύθερο όλο τον χρόνο που χρειάζεται για τη μελέτη» (Du Christ, σ. 184-185).
[12] Εξαιρούμε το επεισόδιο στην Ιμνεστάρ το 415 το οποίο, και αν ακόμα συνέβηκε, προερχόταν από ένα οργιώδες μεθύσι, παρά από κάποια τελετουργία.
[13] Ένα πολύ γνωστό περιστατικό συνέβη στις Βρυξέλλες το 1370, όπου είκοσι Εβραίοι κάηκαν και οι υπόλοιποι εξορίστηκαν.
[14] Αυτές οι κατηγορίες φτιάχνουν ένα έντονο ανάγλυφο της διαβολοποίησης της εικόνας του Εβραίου τον Μεσαίωνα. Σχετικά με αυτό το θέμα βλ. Joshua Trachtenberg, The Devil and the Jews (New Haven: Yale University Press, 1943).
[15] Για μια περιγραφή βλ. Marcus, op.cit. σ. 127-130. Σύμφωνα με αυτό το «τεστ» ο κατήγορος πιστευόταν ότι έλεγε αλήθεια ή ψέματα εάν επέπλεε ή βυθιζόταν όταν τον βουτούσαν μέσα σε μια δεξαμενή με αγιασμό.
[16] Μπορεί να σημειωθεί εδώ ότι αυτός ο μεγάλος, ελεύθερα σκεπτόμενος «αρχιαντίπαλος του Παπισμού» (Margolis and Marx, History of the Jewish People [New York: Meridian, 1956], σ. 375), παρά την υποστήριξή που του παρείχε η εβραϊκή παιδεία του, δεν υποχώρησε σε τίποτα στην απέχθειά του προς τους Εβραίους, και τελικά ενεργοποίησε τους κανόνες του Λατερανού σχετικά με το διακριτικό σήμα που έπρεπε να φέρουν οι Εβραίοι και εκείνους για την κατοχή δημόσιων αξιωμάτων. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος είναι ένα καλό παράδειγμα ορθολογιστικού αντισημιτισμού στην Εποχή της Πίστης, μια μορφή που επρόκειτο να ανθίσει 5-6 αιώνες αργότερα.
[17] Για την παπική στάση σχετικά με τον τελετουργικό φόνο βλ. Vernet, «Juifs et Chrétiens», loc.cit., cols. 1710-1712. Αυτός ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα για την παπική δυσπιστία στον εβραϊκό τελετουργικό φόνο, που το εξάγει από τη σιωπή πολλών Παπών, οι οποίοι κατά τα άλλα κριτίκαραν πολύ αυστηρά τους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό (ibid., col. 1712). Bλ. επίσης Elphège Vacandard, «La question du meurte rituelle chez les Juifs», Etudes de critique et d’histoire religieuse (Paris: Gabalda, 1912), σ. 311-377.
[18] Βλ. Ganganelli, The Ritual Murder Libel and the Jew, ed. Cecil Roth (London: Woburn, 1934). Ο π. Vacandard πιστεύει ότι, δεχόμενος την πραγματικότητα των περιπτώσεων Ριν και Τρεντ, ο καρδινάλιος ήταν ολοκληρωτικά επηρεασμένος από την επισημοποίηση που οι θρησκείες τους λάβαιναν από τη Ρώμη (βλ. Vacandard, «La Question», oc. cit. σ. 258).
[19] Η κατηγορία διατυπώθηκε στη Ρωσία το 1911, στη Μασσένα της Νέας Υόρκης το 1928, και από τη ναζιστική προπαγάνδα, και επίσης υπήρξε το αντικείμενο ενός βιβλίου που τυπώθηκε στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα το 1962 (βλ. Joshua Trachtenberg, The Devil and the Jews, op. cit. σ. 124-139).
[20] Oι πιο γνωστές απ’ αυτές ήταν του Χιούγκ της Λίνκολν και του Σιμόν της Τρεντ, οι οποίες θα αναφερθούν παρακάτω. Άλλες περιπτώσεις δημόσιου σεβασμού και εκκλησιαστικής επιδοκιμασίας περιλαμβάνουν αυτή του Νίνο Λα Γκάρντια στο Τολέδο, του Λόρενς στην επισκοπή της Βισένς το 1867 και του Ροδόλφου στην επισκοπή της Βασιλείας το 1869.
[21] To ζήτημα του αλάθητου της Εκκλησίας ανέκυψε στη διαδικασία της ανακήρυξης αγίων. Το θέμα δεν είναι σχετικό, αφού κανένα από αυτά τα παιδιά δεν αγιοποιήθηκαν επίσημα. Τους δόθηκε αυτό που αποκαλείται «ισοδύναμη λαμπρότητα» (βλ. Vacandard, ibid., σ. 353 και Vernet, «Juifs et Chrétiens», loc.cit., col. 1710).
[22] O Vernet παραδέχεται αυτή την πιθανότητα (βλ. «Juifs et Chrétiens», loc.cit., cols. 1709-1710). To ίδιο και ο Lazare, ο οποίος πιστεύει ότι τέτοιοι φόνοι ήταν «πολύ σπάνιοι» (op.cit. ΙΙ, 219). Ο Henry Milman βλέπει τη πιθανότητα τέτοιων φόνων από μερικούς φανατικούς Εβραίους «που είχαν εκνευριστεί από τη συνεχή επανάληψη των κατηγοριών» (History of the Jews [New York: Dutton, 1913], II, 359).

18/11/09

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - Β'

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΕΤΟ
Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, άμεσος κληρονόμος του ελληνικού, έφερε τη σφραγίδα του προκατόχου του. Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν άλλαξε ουσιαστικά το πολιτιστικό κλίμα και τις κοινωνικές συνθήκες του ελληνο-ασιατικού κόσμου. Η ελληνική άποψη για τους Ιουδαίους πέρασε έτσι και στους Ρωμαίους. Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, ωστόσο, ήταν πιο πολύπλοκος από τον ελληνικό. Το πνεύμα των Μακκαβαίων δεν κόπασε τους ρωμαϊκούς χρόνους και η Ρώμη ήξερε πως να αποθαρρύνει τις επαναστάσεις. Ποταμοί αίματος έμελλαν να χυθούν κατά τις συγκρούσεις των Ρωμαίων με τους Εβραίους. Από την άλλη πλευρά, η ρωμαϊκή πολιτική έδειχνε μία καθαρή φιλοσημιτική τάση.[1] Πράγματι, η επίσημη εύνοια προς την ιουδαϊκή πίστη, και η επιτυχία του ιουδαϊκού προσηλυτισμού μεταξύ των Ρωμαίων, εντυπωσιάζουν τον ιστορικό της εποχής τόσο όσο και οι εβραιο-ρωμαϊκοί πόλεμοι και οι αντιεβραϊκές αντιδράσεις. Μόνον οι διανοούμενοι παρέμειναν ανεπηρέαστοι από την έκκληση του Ισραήλ για μονοθεϊσμό.
Το πιο σημαντικό νέο στοιχείο στη ρωμαϊκή περίοδο ήταν η εβραϊκή κοινότητα στη Ρώμη. Αν και ήταν από τις τελευταίες που ιδρύθηκαν στη διασπορά, χρησίμευε ως ένα μικρής κλίμακας υπόδειγμα όλου του Εβραϊσμού, στη σκιά του ίδιου του αυτοκρατορικού ανακτόρου, παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο ως καθοριστικός παράγοντας της αυτοκρατορικής πολιτικής και της στάσης του λαού απέναντι στους Εβραίους. Πριν τη χριστιανική εποχή, η εβραϊκή κοινότητα ήταν μεγάλη και είχε επιρροή - δεύτερη μετά την Αλεξάνδρεια. Ήδη το 59 π.Χ., ο Κικέρων στο έργο του Pro Flacco υπέθετε ότι όλοι ήξεραν «πόσο πολυάριθμοι είναι, πόσο αφοσιωμένοι είναι στη φυλή τους και πόση επιρροή έχουν στις συνελεύσεις». Οι Εβραίοι της Ρώμης είχαν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις και είχαν γίνει πολιτική δύναμη. Είχαν μπει στην οικονομική ζωή της πόλης, κέρδιζαν πολλούς οπαδούς στην πίστη τους, και είχαν αποσπάσει πολλά προνόμια από τους αυτοκράτορες. Αυτά τα προνόμια προκαλούσαν τον φθόνο των γειτόνων τους, και οι προσηλυτιστικές τους επιτυχίες τον φθόνο των διανοούμενων, και περιστασιακά της κυβέρνησης.
Η κυριότερη αιτία έντασης, ωστόσο, ήταν θρησκευτική. Η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν τελετουργική και έντονα ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Εικόνες των θεών υπήρχαν παντού και σχεδόν κάθε πράξη, δημόσια ή ιδιωτική, είχε την υπερφυσική συνοδεία της. Οι Ρωμαίοι ήταν υπερήφανοι για τις τελετουργίες και τους θεούς τους, οι οποίοι συνδέονταν στενά με τη δόξα της Ρώμης. Ενώ γενικά ήταν ανεκτικοί προς τις άλλες θρησκείες, των οποίων ήταν οικοδεσπότες, ήταν ασυμβίβαστοι προς οτιδήποτε απειλούσε τη δική τους θρησκεία.[2] Ήταν ασυνήθιστοι, ωστόσο, στον θρησκευτικό ανταγωνισμό. Οι περισσότεροι από τους ξένους οπαδούς θρησκειών, που ζούσαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας, ήταν ικανοποιημένοι με τη θρησκευτική τους ελευθερία και δεν είχαν δυσκολία στην απλή απαίτηση της Ρώμης να λατρεύουν και τον Jupiter [Δία] και να απέχουν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία.
Αλλά δε συνέβαινε το ίδιο και με τους Εβραίους. Μπορούσαν να προσαρμοστούν σε όλα εκτός από τη θρησκεία. Είχαν και αυτοί μία θρησκεία - στην πραγματικότητα πιο απαιτητική από εκείνη των Ρωμαίων - εξ ίσου ενσωματωμένη στην καθημερινή τους ζωή. Ο Θεός του Ισραήλ ήταν ένας ζηλωτής Θεός που δεν δεχόταν συμβιβασμούς. Αυτή η αδιάλλακτη στάση έβαλε τις ρωμαϊκές αρχές σε ένα δίλημμα: είτε να αποκηρύξουν την πολύτιμη αρχή της ανοχής, είτε να κάνουν μία ιδιαίτερη εξαίρεση για την πεισματική μειονότητα - σύμφωνα με τη φράση του Juster: «διωγμός ή προνόμιο».
Ο ρωμαϊκός ρεαλισμός υπερίσχυσε. Δόθηκαν στους Εβραίους όλα τα προνόμια που ήταν απαραίτητα για μία πλήρη άσκηση του τρόπου ζωής τους, όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε όλη τη Διασπορά, ακόμα και στην ίδια τη Ρώμη. Στην πραγματικότητα η ιστορία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων περιλαμβάνει λίγα ακόμα στοιχεία εκτός από την ιστορία αυτών των προνομίων και από τις διαμάχες ή τις συμμαχίες που προέκυψαν. Οι Εβραίοι πήραν μοναδικά προνόμια για να μπορέσουν να ασκήσουν τις πρακτικές του μονοθεϊσμού. Εξαιρέθηκαν από πολλές εξωτερικές πράξεις της ρωμαϊκής θρησκείας και απαλλάχθηκαν από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες την ημέρα του Σαββάτου, με μόνη απαίτηση να προσεύχονται για τον αυτοκράτορα. Πριν αρχίσει η χριστιανική εποχή, ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη αναγνωρισμένη θρησκεία εκτός από την αυτοκρατορική.
Οι ιστορικοί έχουν ψάξει να βρουν εξηγήσεις γι’ αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση. Πολλοί παράγοντες συνέβαλλαν σ’ αυτήν, αλλά η θεμελιώδης απάντηση φαίνεται να είναι ψυχολογική. Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ θαύμαζαν και φοβούνταν η μία την άλλη. Οι Ιουδαίοι φαίνονταν να προτιμούν τη ρωμαϊκή κυριαρχία από οποιαδήποτε άλλη - ακόμα και από εκείνη της δυναστείας του Ηρώδη - και περισσότερες από μία φορές συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον των εχθρών της. Αλλά είχαν μάθει να φοβούνται τη ρωμαϊκή βαρβαρότητα, και η μνήμη των 2.000 Εβραίων που κρεμάστηκαν στην Ιερουσαλήμ από τον Βάρο (139-169 μ.Χ.) ήταν αρκετή για να κρατήσει τους φόβους τους ζωντανούς. Η Ρώμη, από την πλευρά της, φαινόταν να είναι εντυπωσιασμένη από τη γενναία προσκόλληση των Εβραίων στη θρησκεία τους, αλλά κι αυτή φοβόταν τις εξεγέρσεις τους, μερικές από τις οποίες είχαν βλάψει πολύ τη στρατιωτική της δύναμη. Και παρ’ όλα αυτά, πέρα από τον αμοιβαίο θαυμασμό και φόβο, υπήρχε κάποια μικρή κατανόηση μεταξύ αυτών των ριζικά αντίθετων νοοτροπιών. Αλλά η σχέση τους έμελλε να είναι θυελλώδης.
Οι πολιτικές των αυτοκρατόρων αντανακλούσαν αυτή την αμφίρροπη κατάσταση. Μερικοί ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τους Εβραίους, μερικοί εχθρικά. Ο Ιούλιος Καίσαρ (100-44 π.Χ.), έδειξε ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά τους στη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου, λούζοντας τους με προνόμια. Γι’ αυτό οι Εβραίοι της Ρώμης θρήνησαν πολύ τον θάνατό του. Οι παραχωρήσεις του, που θεωρούνται από τους ιστορικούς ως η «Μάγκνα Κάρτα» των Εβραίων της αρχαιότητας, ανανεώνονταν στο σύνολό τους από τους επόμενους αυτοκράτορες. Ο Αύγουστος (27 π.Χ. -14 μ.Χ.) συνέχισε αυτή την πολιτική, και ανάμεσα στα άλλα, σταμάτησε να μοιράζει σιτάρι στους Εβραίους την ημέρα του Σαββάτου. Ο Τιβέριος (14-37 μ.Χ.), υπό την επιρροή του Σεανού, του αντισημίτη υπουργού του, εξόρισε 4.000 Εβραίους στη Σαρδηνία, αλλά ανανέωσε τα προνόμια τους μετά τον θάνατο του Σεανού. Ο Καλιγούλας (37-41 μ.Χ.) προσπάθησε να επιβάλλει τη λατρεία του αυτοκράτορα στις συναγωγές, αλλά πέθανε προτού εκτελεστεί η απαίτησή του. Ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) φέρθηκε καλά προς τους Εβραίους, αν και έδιωξε μερικούς από τη Ρώμη εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών.[3]
Ο άγριος πόλεμος που επέφερε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., ίσως να αναμενόταν ότι θα κατέστρεφε την επίσημη θέση του Ισραήλ, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η μόνη μεταβολή που υπήρξε ήταν η αλλαγή πληρωμής του φόρου που οι Εβραίοι έστελναν για τον Ναό στην Ιερουσαλήμ, σε φόρο για το Καπιτώλιο του Jupiter στη Ρώμη. Μετά τον πόλεμο η πορεία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων εξαρτιόταν γενικά από τις προσηλυτιστικές και μεσσιανικές εβραϊκές κινήσεις: εμπνεόμενοι ακόμα από τα οράματα της ανεξαρτησίας, συχνά επαναστατούσαν, και η πιο σοβαρή εξέγερση έγινε το 115 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός, και το 131 μ.Χ. όταν ήταν ο Αδριανός. Αυτή η τελευταία εξέγερση έφερε σε τέλος το Ισραήλ ως πολιτική δύναμη της αρχαιότητας. Η τελική εξέγερση, στην αυτοκρατορία του Αδριανού, πυροδοτήθηκε από την απαγόρευση της εβραϊκής θρησκείας και της περιτομής, καθώς και από την ανέγερση της ειδωλολατρικής πόλης Aelia Capitolina στην Ιερουσαλήμ. Ο Αδριανός, που ήταν φανατικός ελληνιστής, είχε φοβηθεί από τις επιτυχίες του ιουδαϊκού προσηλυτισμού και αποφάσισε να τον εξαλείψει οριστικά.[4]
Ο αντισημιτισμός των λαϊκών μαζών, αν και δεν ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο της ρωμαϊκής εποχής, δεν ήταν λιγότερο διαδεδομένος, και μάλιστα μερικές φορές ήταν έντονος. Μέσα σε όλη την αυτοκρατορία, τα ιδιαίτερα προνόμια των Εβραίων, ο «ξενικός» χαρακτήρας τους, και η επιχειρηματική τους πρωτοβουλία προκαλούσαν τον φθόνο του μη εβραϊκού πληθυσμού. Στη Ρώμη, τα προνόμιά τους και η επιρροή τους προκαλούσαν έντονη αντίδραση, η οποία, ωστόσο, συγκρατιόταν από την αυτοκρατορική προστασία. Στην Αλεξάνδρεια οι παλιές εντάσεις είχαν αυξηθεί, αλλά τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας δεν ριψοκινδύνευαν να εκδηλωθούν ανοιχτά. Με αυτοκράτορα τον ασταθή Καλιγούλα, το ρίσκο μειώθηκε, και ένα ξέσπασμα το 38 μ.Χ. - το πρώτο πραγματικό πογκρόμ στην ιστορία - συνέβη στην Αλεξάνδρεια. Αβέβαιοι για τις διαθέσεις του αυτοκράτορα, οι έπαρχοι της πόλης υποκίνησαν τους όχλους σε οχλοκρατικές διαμαρτυρίες, επειδή οι Εβραίοι αρνήθηκαν να στήσουν τον αυτοκρατορικό ανδριάντα στις συναγωγές. Στη συνέχεια, τους αφαιρέθηκε η ιδιότητα του πολίτη, τους προπηλάκισαν και τους περιόρισαν στο ένα τέταρτο της πόλης, πιέζοντάς τους να μείνουν ακόμη και σε κοιμητήρια και σε παραλίες. Μερικοί βασανίστηκαν και άλλοι δολοφονήθηκαν. Στο αποκορύφωμα αυτών των ταραχών, μία αντιπροσωπεία Εβραίων, με επικεφαλής τον Φίλωνα, πήγε στον Καλιγούλα, έχοντας ως κατήγορο τον Απίωνα, αλλά τελικά αυτή η προσπάθεια είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ταπείνωσή τους.
Ταραχές σκιάσανε τις εβραιο-ρωμαϊκές σχέσεις και σε άλλες πόλεις όπου οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ιδιαίτερα επί Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) και Τίτου (78-81 μ.Χ.). Στην Αντιόχεια τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων προκάλεσαν τους κατοίκους, και έγιναν αιτήσεις στη Ρώμη να τους καταπιέσει. Ακολούθησαν σφαγές Εβραίων. Στην Έφεσο, την Κυρηναϊκή και τις πόλεις της Ιωνίας γίνονταν ταραχές που ξεσπούσαν συνήθως με αφορμή την άρνηση των Εβραίων να συμμετέχουν στην ειδωλολατρική θρησκεία. Στην Καισάρεια - που ιδρύθηκε από τον Ηρώδη (4π.Χ.- 40 μ.Χ.) - ήταν συχνές οι πολιτικές διαμάχες για την πολιτική ηγεσία και πολλές φορές οι Εβραίοι δέχονταν επιθέσεις. Σε μερικές περιπτώσεις πολλοί δολοφονήθηκαν, ιδιαίτερα σε πόλεις που βρίσκονταν κοντά στην Παλαιστίνη (Δαμασκό, Τύρο, Ασκαλώνα, Πτολεμαΐδα, Γάδαρα, Ιππώνα και Σκυθόπολη) όπου η ιουδαϊκή θρησκευτική προπαγάνδα ήταν πολύ έντονη.

Ο ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ
Οι πραγματικοί αντισημίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ούτε η κυβέρνηση ούτε ο λαός, αλλά οι διανοούμενοι. Πολλοί από αυτούς δεν ασχολούνταν καθόλου με το Ισραήλ, αλλά από όσους ασχολούνταν, πολύ λίγοι ήταν φιλικοί προς αυτούς, ενώ οι περισσότεροι ήταν φανατικοί εχθροί. Ο Βάρρων ίσως να έδειξε λίγο σεβασμό, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Τίτος Λίβιος παρέμειναν ουδέτεροι. Από τους υπόλοιπους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση και προσβολές.
Αυτή η φάση της ιστορίας άρχισε το 59 π.Χ. με τη σπουδαία φωνή του Κικέρωνα. Ο διάσημος ρήτορας, έξυπνος μαθητής του Μόλωνα, μετέφερε τις προκαταλήψεις του Ροδεσιανού δασκάλου του στη Ρώμη, συνδέοντας έτσι τον ρωμαϊκό Αετό με τον ελληνικό. Η ευκαιρία που του δόθηκε να εκφράσει τα αισθήματά του, ήταν όταν πήγε σε μία δίκη ως συνήγορος του Ρωμαίου έπαρχου Φλάκκου στη Μικρά Ασία ο οποίος είχε λεηλατήσει το ιουδαϊκό θησαυροφυλάκιο. Η συνηγορία του Κικέρωνα αποθανατίστηκε στο έργο του Pro Flacco (Υπέρ Φλάκκου). Μπροστά στο δικαστήριο παρουσίασε τους φόβους του για τους πολυάριθμους, πανούργους Εβραίους της Ρώμης που αύξαναν την επιρροή τους, και επαίνεσε τον Φλάκκο επειδή «είχε αντισταθεί στις βαρβαρικές τους δεισιδαιμονίες». «Το είδος των τελετουργιών και της θρησκείας τους δεν έχει τίποτα το κοινό με το μεγαλείο της αυτοκρατορίας, τη δόξα του ονόματός μας, και τους θεσμούς των προγόνων μας. Αυτός ο λαός με τα όπλα του, όλο και περισσότερο, δείχνει πως νοιώθει για εμάς. Ακόμα και έτσι που είναι κατακτημένοι και σκλαβωμένοι, οι αθάνατοι θεοί πολύ λίγο νοιάζονται γι’αυτούς». «Οι Ιουδαίοι», είχε παρατηρήσει παλαιότερα μπροστά στη Σύγκλητο, «είναι γεννημένοι για δούλοι». Η ιστορία δεν κατέγραψε το αποτέλεσμα της δίκης του Φλάκκου, αλλά για τον Κικέρωνα μας λέει ότι την επόμενη χρονιά εξορίστηκε από τη Ρώμη.
Κατά τους τελευταίους χρόνους της προχριστιανικής περιόδου, ο φιλολογικός αντισημιτισμός με δυσκολία κρατήθηκε ζωντανός, χάρη σε μερικές ειρωνείες του Οράτιου σχετικά με τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την ευπιστία τους, στους σαρκασμούς του Τίβουλλου και του Οβίδιου σχετικά με τη σαββατική ανάπαυση, και στις διαστρεβλώσεις της εβραϊκής ιστορίας από τον Πομπήιο. Ο τόνος του Κικέρωνα δεν υπάρχει πλέον, μέχρις ότου, τον επόμενο αιώνα, φάνηκε ο Σενέκας. Αυτός ο ένθερμος πατριώτης και Στωικός, αγωνιζόταν ενάντια στην επικράτηση των εθίμων αυτού «του πιο διεστραμμένου έθνους», ιδιαίτερα ενάντια στην πρακτική της αργίας του Σαββάτου. Ο Πρετώνιος εντρυφούσε σε σαρκασμούς σχετικά με την περιτομή και την «απέχθεια» για το χοιρινό. Οι ισχυρισμοί του Κουιντιλλιανού και του Μαρτιαλινού ήταν βραχύλογοι αλλά αιχμηροί: για τον πρώτο, οι Εβραίοι ήταν ένα «επιζήμιο έθνος» και η πίστη τους μία «δεισιδαιμονία». Για τον δεύτερο, η περιτομή και το Σάββατο ήταν συνώνυμα με κάθε τι το εκφυλιστικό. Τον 2ο αιώνα, ο Ιουβενάλιος ελεεινολογούσε τη διεφθαρμένη επιρροή των Εβραίων γονέων πάνω στα «δυστυχισμένα παιδιά τους».
Ο Τάκιτος έφτασε στο απόγειο του αρχαίου αντισημιτισμού. Ο μεγάλος ιστορικός ξεπέρασε όλους τους ανταγωνιστές του της Ελληνο-ρωμαϊκής εποχής σε μίσος και σφοδρότητα. Καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες δεν λείπει από τον κατάλογό του - εκτός από εκείνη του «τελετουργικού φόνου», που τώρα πλέον είχε επιστρατευτεί κατά των Χριστιανών - και κάθε κατηγορία αποκτά ένα καινούργιο «γαρνίρισμα». «Το Σάββατο», λέει ο Τάκιτος, «τους θυμίζει την ημέρα της απόδρασής τους, στην οποία, λόγω της τεμπελιάς τους, έμειναν προσκολλημένοι». Οι υπόλοιποι θεσμοί τους είναι «πονηροί, ατιμωτικοί, και έχουν επιζήσει μόνον εξαιτίας της διαστροφής τους». Η ευημερία τους «προέρχεται από την πεισματώδη αλληλεγγύη τους, που είναι αντίθετη προς το αδυσώπητο μίσος που καλλιεργούν ενάντια στους υπόλοιπους ανθρώπους». Ποτέ δεν τρώνε μαζί με ξένους, και, αν και είναι επιρρεπείς στην ακολασία, «απέχουν από επαφή με ξένες γυναίκες». Ανάμεσά τους, ωστόσο, «τίποτα δεν είναι απαγορευμένο». Η πρώτη εντολή που τους δίνεται είναι να απεχθάνονται τους θεούς, να απαρνούνται την πατρική γη τους, να ξεχνούν τους γονείς, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.
Ξαφνικά ο τόνος αλλάζει, πλησιάζει κοντά στην ευλογία: οι Ιουδαίοι θεωρούν έγκλημα να σκοτώσουν ένα «παιδί που είναι μόνο», πιστεύουν στην αθανασία εκείνων που πεθαίνουν στη μάχη, γι’ αυτό και η απάθειά τους για το θάνατο. Ο Θεός τους είναι ένα ανώτατο και αιώνιο Ον, και γι’ αυτό και δεν ανέχονται «κανένα άγαλμα στις πόλεις και ιδιαίτερα στους ναούς τους, και τις κολακείες προς τους βασιλείς...»
Αυτή η έκλαμψη είναι στιγμιαία. Τι είναι οι Ιουδαίοι; «Από όλους τους υποδουλωμένους λαούς οι πιο αξιοκαταφρόνητοι... ένας αηδιαστικός λαός... γεμάτοι δεισιδαιμονίες και μίσος για όλες τις θρησκευτικές πρακτικές», ένας λαός με «έθιμα παράλογα και αποκρουστικά...», και συνοψίζει: «Όλα όσα εμείς θεωρούμε ιερά, αυτοί τα θεωρούν βέβηλα, και όλα όσα είναι νόμιμα γι’ αυτούς, είναι ακάθαρτα για μας».
Μετά τον Τάκιτο, ο ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός άρχισε να παρακμάζει. Υπήρχαν λίγα αμυδρά παράπονα, και μετά από ένα τελικό κροτάλισμα εθνικού μίσους από τον Ρουτίλιο Ναματιανό, ποιητή του 5ου αιώνα, που είχε εξαγριωθεί από έναν «γκρινιάρη Ιουδαίο» που συνάντησε στο δρόμο, και τα αισθήματά του είχαν φουντώσει σε μία ελεγεία για «το ακοινώνητο ζώο, αυτόν τον Ιουδαίο...» Ο ποιητής τελειώνει με μία επίθεση στο Σάββατο και σε άλλα ιουδαϊκά έθιμα και τελικά στην «πληγή που παρέδωσε ο Ιουδαϊσμός στον κόσμο»: τον Χριστιανισμό.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός μοιάζουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν μία ενιαία ιστορική ενότητα. Η ρωμαϊκή φάση σε μεγάλη έκταση μπορεί να θεωρηθεί ελληνικός αντισημιτισμός που συνεχίστηκε κάτω από νέες πολιτικές συνθήκες. Και στις δύο φάσεις διακρίνεται η ίδια βασική κατάσταση: ένας υπερήφανος και κατακτητικός πολιτισμός να αντιμετωπίζει ένα πολιτικά αμελητέο έθνος, στερημένο - σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά πρότυπα - από όλο τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, προβάλλοντας την ανωτερότητα της Τορά (Πεντατεύχου) απέναντι στους νόμους και στα γράμματα του κατακτητή.
Παρά τη σύγκρουση των θρησκευτικών απόψεων και αξιών μεταξύ των οπαδών του Γιαχβέ και των οπαδών του Jupiter, ο ειδωλολατρικός αντισημιτισμός δεν ήταν θεολογικός. Οι ξένες θεολογίες ήταν γενικά ανεκτές, με την προϋπόθεση ότι οι ακόλουθοί τους θα απείχαν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία και θα απέδιδαν έναν εξωτερικό χαιρετισμό στον Jupiter. Οι Εβραίοι εξαιρούνταν από την τελευταία απαίτηση, και ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη νομικά αναγνωρισμένη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτός ο πρώτος αντισημιτισμός δεν ήταν ούτε τόσο εθνικός, ούτε τόσο φυλετικός. Παρά την περιφρόνηση που έδειχναν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατακτητές για τους κατακτημένους λαούς, ήταν ανεκτικοί απέναντι στο ετερόκλητο αμάλγαμα των λαών που αποτελούσαν τις αυτοκρατορίες τους. Οι Εβραίοι, επιπρόσθετα, συγχέονταν συχνά με τους Σύριους ή με τους Ασιάτες γενικά.
Επίσης ο αντισημιτισμός της αρχαιότητας δεν ήταν οικονομικός, όπως είναι στην εποχή μας ή και σε άλλες εποχές. Οι οικονομικοί παράγοντες ήταν σημαντικοί στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια, και στις ελληνικές πόλεις, αλλά δεν μπορούν από μόνοι τους να θεωρηθούν αρκετοί για να δικαιολογήσουν το φαινόμενο. Ο Juster, ο οποίος έκανε μία λεπτομερή μελέτη της ελληνο-ρωμαϊκής περιόδου, δεν βρήκε κάποια δυσαναλογία των Εβραίων, σε σχέση με τους υπόλοιπους, στον τομέα του εμπορίου και θεώρησε καλό να συμπεράνει: «Ποτέ κάποιος παγανιστής συγγραφέας δεν χαρακτήρισε τους Ιουδαίους ως εμπόρους. Ποτέ στην αρχαιότητα δεν συνδέονταν οι έννοιες «Ιουδαίος» και «έμπορος». Στην ίδια περίοδο τίποτα δεν δείχνει ότι οι Εβραίοι είχαν κάποια προτίμηση στο εμπόριο».[5] Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον εβραϊκό πλούτο. Μερικοί ήταν πλούσιοι και προκαλούσαν φθόνο, αλλά οι ιουδαϊκές μάζες ήταν από μεσαίοι έως φτωχοί. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν ζητιάνοι, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει τη ζωή τους στη διασπορά ως δούλοι. Ο οικονομικός αντισημιτισμός εμφανίστηκε στην ιστορία πολύ μετά την παγανιστική εποχή.
Ουσιαστικά, ο αρχαίος αντισημιτισμός ήταν πολιτιστικός, έχοντας τη μορφή μιας εθνικής ξενοφοβίας που αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες. Ήταν κυρίως ένα φιλολογικό φαινόμενο, που απέρρεε, στο μεγαλύτερο μέρος του, από τις πένες αλαζονικών εθνικιστών συγγραφέων, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να είναι προστάτες του εθνικού μεγαλείου και της αυτοκρατορικής δόξας.
Είναι δύσκολο, ιστορικά, να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα αυτής της πρώτης εκδήλωσης αντισημιτικής εχθρότητας, αν ο μοναδικός λόγος είναι το ότι δίνει βάση στη θεώρηση ενός «αιώνιου» αντισημιτισμού, η οποία κρύβει τον λεπτό υπαινιγμό ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι είναι πάντα ένοχοι για τα ξεσπάσματα αντισημιτισμού. Πιο σημαντικό είναι το ότι φανερώνει το αντισημιτικό στοιχείο σε έναν πολιτισμό κατά κάποιο τρόπο αμόλυντο από κάθε θεολογική ή φυλετική εβραιοφοβία, όπως έμελλε να αναπτυχθεί κατά τη χριστιανική περίοδο και τη νεώτερη εποχή.
Η μελέτη αυτής της περιόδου, επιπρόσθετα, εδραιώνει την άποψη ότι ο αντισημιτισμός πατάει, σε μεγάλο βαθμό, πάνω σε θετικό έδαφος: στη Βιβλική προτροπή του Ιουδαϊσμού να ξεχωρίσουν οι πιστοί του από τα υπόλοιπα έθνη, προς μαρτυρία της αλήθειας του Ενός Θεού και του Νόμου Του. Οι αντιδράσεις αυτής της περιόδου προέρχονταν από την απομόνωση, το ξεχώρισμα των Εβραίων, τους ισχυρισμούς τους για πνευματική ανωτερότητα, αλλά και από την αναμφίβολα υψηλότερη ηθική της ζωής τους. Ένας αρχικός κρυπτοθαυμασμός, που αργότερα μεταστράφηκε στο αντίθετο, είναι συχνά ευδιάκριτος πίσω από τις κατηγορίες των αρχαίων. Αυτό το θετικό συστατικό μες στη καρδιά του αντισημιτισμού συχνά παραβλέπεται από τους ιστορικούς και αναλυτές του θέματος.
Η σπουδαιότητα και σημασία του αντισημιτισμού της αρχαιότητας έχει αναγνωριστεί από διακεκριμένες αυθεντίες αυτού του τομέα, όπως ο Theodore Reinach και ο Salo Baron. Ο πρώτος είναι της άποψης ότι η ελληνο-ρωμαϊκή γνώμη για τους Εβραίους «συνέβαλλε στη διασαφήνιση μιας ολόκληρης ιστορικής εξέλιξης που φτάνει μέχρι την εποχή μας». Ο δεύτερος έχει να πει: «Σχεδόν κάθε νότα στην κακοφωνία του μεσαιωνικού και του σύγχρονου αντισημιτισμού είχε πρώτα ακουστεί από τη χορωδία των αρχαίων συγγραφέων». Ο Jules Isaac προειδοποιεί για τον κίνδυνο του να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα και την επιρροή αυτού του πρώιμου αντισημιτισμού, αλλά αφιερώνει συνειδητά ένα 40% του έργου του στην προέλευση του αντισημιτισμού.
Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή, ωστόσο, σ’ αυτή την αρχική περίοδο αντισημιτισμού, και μερικές φορές έχει υποβιβαστεί τελείως.[6] Ο Lovsky αποδίδει αυτήν την έλλειψη σε δύο αντίθετα κίνητρα. Γράφει :

«Όταν η αντισημιτική προκατάληψη είναι χριστιανική, προεξέχουν τα άλλοθι των Αιγύπτιων (ή Περσών), σαν να μπορούσε η αμαρτία των παγανιστών να δικαιολογήσει την αμαρτία των Χριστιανών. Όταν η προκατάληψη είναι αντιχριστιανική, οι διαμαρτυρίες ενάντια στην ύπαρξη αιγυπτιακού αντισημιτισμού είναι πολύ μεγαλύτερες, με σκοπό να επιβαρύνουν αποκλειστικά την Εκκλησία για μία αγριότητα που εμπνεύστηκε από τη χριστιανική πίστη. Πράγματι, εξαιτίας αυτών των προκαταλήψεων η αμερόληπτη συζήτηση του προβλήματος φαίνεται αδύνατη».[7]

Μπορούμε πράγματι να παρατηρήσουμε, στις διαφορετικές περιγραφές αυτής της ιστορικής φάσης του αντισημιτισμού, θεωρήσεις που κυμαίνονται από πλήρη υποβάθμιση της σημασίας της μέχρι την ανάδειξή της ως θεμελιώδους υπόβαθρου για την οικοδόμηση όλων των μεταγενέστερων αντισημιτισμών. Χρειάζεται όμως να τονίσουμε ότι ο ιστορικός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από απολογητική ή από a priori στάση, για να μπορεί να αποφύγει οποιαδήποτε διαστρέβλωση των ιστορικών δεδομένων.
Το ότι ο ελληνο-ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός μετέδωσε μία επιρροή στον σύγχρονο ορθολογιστικό αντισημιτισμό, είναι φανερό από τη κατά λέξη χρησιμοποίηση από τους εγκυκλοπαιδιστές, μερικών από τις αντισημιτικές κατηγορίες των αρχαίων συγγραφέων. Ο Βολταίρος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Arthur Hertzberg που ασχολήθηκε με αυτή την περίπτωση, συμπεραίνει:

«Η ιδέα ότι η νέα κοινωνία (του Διαφωτισμού) επρόκειτο να είναι μία επαναπροβολή της κλασσικής αρχαιότητας, ήταν η κύρια πηγή του μετα-χριστιανικού αντισημιτισμού, τον 19ο αιώνα. Ο ζωτικός σύνδεσμος, ο άνθρωπος που υπερπήδησε τους χριστιανικούς αιώνες και επινόησε μία νέα, διεθνή, κοσμική, αντιεβραϊκή ρητορική, στο όνομα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μάλλον, παρά της θρησκείας, ήταν ο Βολταίρος».

Ο Samuel Ettinger επίσης έχει δείξει πόσο οι αρχαίες αντισημιτικές ιδέες, ακόμη και η φρασεολογία, πέρασε μέσω των Άγγλων Δεϊστών του 18ου αιώνα στο κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού.[8]
Το πόσο ο παγανιστικός αντισημιτικός ιός μόλυνε τη χριστιανική ανάπτυξη είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο βαθμός μόλυνσης φαίνεται να είναι πολύ μικρός. Ωστόσο, πρέπει να δεχτούμε ότι μία μικρή μόλυνση πέρασε στη φάση που η Εκκλησία άρχισε να εθνικοποιείται και να αποβάλλει τον ιουδαϊκό της χαρακτήρα, περί τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο χριστιανικός αντισημιτισμός είναι, όπως θα δούμε, άλλης μορφής, και δεν χρειαζόταν μεγάλη ώθηση από τον παγανιστικό αντισημιτισμό για να έρθει στην ύπαρξη. Από μόνος του αυξήθηκε μέχρι το σημείο που η εβραιοφοβία του έγινε ασύγκριτα μεγαλύτερη από εκείνη των προκατόχων της.
Καθώς ο Χριστιανισμός εξασφάλιζε την άνοδό του, ο παγανιστικός αντισημιτισμός παράκμαζε γοργά. Η Εκκλησία είχε φτάσει σε μία νέα πηγή αντιεβραϊκής σκέψης και συναισθήματος.

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»

Υποσημειώσεις
[1] Ο F. Lovsky μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο να υπερβάλλουμε τον ρωμαϊκό φιλοσημιτισμό ακόμα και στις περιπτώσεις των ευνοϊκά διακείμενων αυτοκρατόρων. Η διοικητική και κρατική καλοσύνη, όπως υποστηρίζει ο Lovsky, δεν αποκλείει την περιφρόνηση ή ακόμα και το μίσος απέναντι στους Εβραίους. (Βλ. F. Lovsky, Antisemitisme et Mystere d’ Israel [Paris: Michel, 1955], σ. 67-69).
[2] Η Σύγκλητος, για παράδειγμα, το 161 π.Χ. απαγόρευσε την πρόσβαση στους Έλληνες φιλόσοφους.
[3] Το διάσημο κείμενο του Σουητώνιου που επιβεβαιώνει αυτή την απέλαση, το Impulsore Chresto, αμφισβητείται από ορισμένους γιατί δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ιστορία. Αλλά η απέλαση αναφέρεται επίσης και στις Πράξεις 18:2. Βλ. Giuseppe Riccioti, The History of Israel (Milwaukee, Bruce, 1955), II, 185.
[4] O ιουδαϊκός προσηλυτισμός, που άρχισε την Αλεξανδρινή περίοδο, συνεχίστηκε και επεκτάθηκε κάτω από το ρωμαϊκό Αετό. Η ρωμαϊκή κυβέρνηση πάντοτε παρακολουθούσε αυτή τη κίνηση και πήρε μέτρα εναντίον της από το 139 π.Χ., όταν ο πραίτορας Ισπάλιος απέλασε τους Εβραίους από τη Ρώμη εξαιτίας των προσηλυτιστικών τους προσπαθειών. Το 19 π.Χ., διατάχθηκε η απέλαση 4.000 Εβραίων, επί αυτοκράτορα Τιβέριου, λόγω της θρησκευτικής προπαγάνδας που έκαναν. Ο Δομητιανός (81-96 π.Χ.), παρακινούμενος από την ίδια αιτία, έβαλε φόρο σε αυτούς που πρέσβευαν τον Ιουδαϊσμό. Αν και ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) κατάργησε την απαγόρευση της περιτομής για τους Εβραίους, που είχε διατάξει ο Αδριανός, τη διατήρησε για τους όλους τους άλλους υπηκόους του. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος απαγόρευσε επίσης τις μεταστροφές στον Ιουδαϊσμό. Οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες είχαν κατά κανόνα καλή συμπεριφορά, ενώ η αντιχριστιανική τους πολιτική έστρεψε την εχθρότητά τους σε άλλη κατεύθυνση.
[5] Juster, II, σ. 313-314. Μια προειδοποίηση «Φυλαχτείτε από τους Εβραίους» ενός Αλεξανδρινού εμπόρου στο ζενίθ της διαμάχης Εβραίων με Εθνικούς ( ibid., ΙΙ, 312) και μια κατηγορία του Απίωνος για μονοπωλιακή τακτική από μέρους των Εβραίων εμπόρων σιταριού (βλ. Ιώσηπο, Against Apion, ΙΙ, 5, σ. 884) δεν είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα χαρακτηριστικό.
[6] Ένα παράδειγμα αυτού είναι το βιβλίο των Grosser και Halperin Anti-Semitism: The Causes and Effects of a Prejudice (Secaucus, N.J.: Citadel, 1976). Aυτό, το κατά τα άλλα εξαιρετικό, βιβλίο, ενώ εμφανίζεται ως βιβλίο-πηγή για το θέμα του αντισημιτισμού, αρχίζει την εξιστόρησή του από το 70 μ.Χ. Ένα πιο ήπιο παράδειγμα είναι η πίεση του προηγούμενου εκδότη του Η Αγωνία των Εβραίων να αλλαχτεί ο υπότιτλος από 2300 Χρόνια Αντισημιτισμού σε 2000 Χρόνια Αντισημιτισμού, παρά το ότι το βιβλίο περιείχε την προ-Χριστιανική περίοδο του αντισημιτισμού.
[7] Op. cit., σ. 45. Ο Marcel Simon επίσης παραπονείται για μια απ’ αυτές τις παραποιήσεις: «Τείνουν, ίσως ασυνείδητα, να παρουσιάσουν αυτόν τον καθαρό και φιλολογικό αντισημιτισμό της ειδωλολατρικής αρχαιότητας σαν κάτι το τεχνητό με σκοπό να ρίξουν όλο το βάρος της ευθύνης επάνω στην Εκκλησία» (Verus Israel : Paris : de Broccard, 1948), σ. 263. Βρίσκει αυτή τη τάση και στους Parker και Juster, και στην τελευταία έκδοση του βιβλίου του συμπεριέλαβε και τον Isaac (op. cit, 1964: Postscriptum, σ. 491).
[8] Βλ. Samuel Ettinger, «Jews and Judaism as Seen by English Deists of the Eighteenth Century» (Άρθρο στα αγγλικά στη Zion 39, 1964). Βλ. επίσης του Milton Himmelfarb «Response to Shlomo Avineri» στο Auschwitz, Beginning of an Era? (New York: Ktav, 1974) όπου κριτικάρεται η έλλειψη προσοχής στον αρχαίο παγανιστικό αντισημιτισμό και της επιρροής του στον σύγχρονο αντισημιτισμό, σ. 267-272. Στο μεταξύ, σε μια πρόσφατη λεπτομερή μελέτη αυτής της περιόδου ο Καθ. John Gager έχει προκαλέσει την ορθότητα της άποψης ενός διαβρωτικού αντισημιτισμού στην παγανιστική αρχαιότητα και έδειξε ένα μεγαλύτερο φιλοσημιτισμό από αυτόν που γενικά αποδέχονται οι ιστορικοί. Βλ. J. Gager, The Origins of Anti-Semitism: Attitudes toward Judaism in Pagan and Christian Antiquity (New York: Oxford, 1983).

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - A'

Ο αντισημιτισμός δεν είναι, όπως συνήθως πιστεύεται, εξίσου παλαιός με τους Εβραίους.[1] Οι Εβραίοι, ενώ είχαν δική τους χώρα, πάντα αντιμετώπιζαν τη φυσική εχθρότητα των γειτονικών εθνών, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι που θα μπορούσε να οριστεί ως αντισημιτισμός. Η ανάπτυξη του αντισημιτισμού έμελλε να γίνει αργότερα, στη Διασπορά, και δεν ήταν παρά τον 3ο αιώνα π.Χ.[2] που μπόρεσε να διακριθεί καθαρά.
Η Έξοδος του Ισραήλ από την Αίγυπτο, τον 13ο αιώνα π.Χ., έχει χαρακτηριστεί ως «το πρώτο πογκρόμ». Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν σ’ αυτόν το διωγμό, από την Αίγυπτο, κάποιον αντισημιτικό χαρακτήρα. Και μπορεί να χαρακτηριστεί αντισημιτικός, μόνον αν διευρύνουμε τη σημασία του όρου. Η Αίγυπτος εκείνη την περίοδο είχε αναπτύξει μία έντονη ξενοφοβία, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πολυάριθμες σημιτικές φυλές στα ανατολικά της, οι οποίες συνέχιζαν να κατακλύζουν την εύφορη κοιλάδα του Νείλου. Η μισητή δυναστεία των Υξώς είχε τελειώσει, αφήνοντας στους Αιγύπτιους τον φόβο για οποιαδήποτε σημιτικά στοιχεία στο έδαφός τους: «Κοιτάξτε πόσο πολυάριθμος και δυνατός είναι ο λαός του Ισραήλ, που αυξάνει περισσότερο από εμάς! Ελάτε, ας επινοήσουμε κάτι εναντίον τους, για να μην πολλαπλασιασθούν, και αν γίνει πόλεμος ενωθούν με τους εχθρούς μας και μας πολεμήσουν και αναχωρήσουν από τον τόπο μας» (Έξοδος 1:9-10). Αυτά τα λόγια του Φαραώ φανερώνουν μάλλον έναν ανήσυχο και καχύποπτο ηγέτη, και όχι έναν εχθρό του Εβραϊσμού.
Η σχεδόν χιλιετής περίοδος, από την Έξοδο μέχρι τον Έσδρα και τον Νεεμία (5ος αιώνα π.Χ.), ήταν μία επίπονη περίοδος πνευματικής και πολιτιστικής διαμόρφωσης. Ο λαός που ο Μωυσής οδήγησε στη Χαναάν έζησε μέσα σε μία θρησκευτική απομόνωση και σφυρηλάτησε μία κοινωνική αλληλεγγύη που διατηρήθηκε και τις επόμενες χιλιετίες. Από την κορυφή του Σινά, η φωνή του Γιαχβέ είχε βροντοφωνήσει το δόγμα του Ενός Θεού: «Εγώ Είμαι, ο Κύριος, ο Θεός σου... δεν θα έχεις άλλους θεούς εκτός από Εμένα» (Έξοδος 20:2-3). Και η εκλογή του Ισραήλ από τον Θεό είχε τονιστεί το ίδιο καθαρά: «Εγώ, ο Κύριος, Είμαι Άγιος, Εγώ σας έχω ξεχωρίσει από τα άλλα έθνη για να είστε δικοί μου» (Λευιτικό 20:26). Από αυτές τις υπερβατικές διακηρύξεις προέκυψε μία πληθώρα τελετουργικών, κανόνων και εθίμων που κατέστησαν τον λαό Ισραήλ το χρισμένο από τον Θεό έθνος, ανάμεσα στα άλλα έθνη της γης. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να έχουν καμία αμφιβολία: ο αποχωρισμός τους από τα άλλα έθνη ήταν το θέλημα του Θεού.
Καθώς περνούσαν μέσα από την ταραχώδη περίοδο των Κριτών, των Βασιλέων και των Προφητών, ο κόσμος, κατά κανόνα, δεν τους είχε δώσει μεγάλη προσοχή.[3] Μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Ηρόδοτος - αυτός ο σχολαστικός περιηγητής και πρωτοπόρος ιστορικός που είχε επισκεφτεί πολλές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης της «Παλαιστίνης της Συρίας» - αγνοούσε τους Εβραίους στην περιεκτική ιστορία του της εποχής.[4] Προφανώς, οι θεολογικοί ισχυρισμοί τους και η εθνική απομόνωσή τους ούτε ενδιέφεραν ούτε ενοχλούσαν τους συγκριτικούς πολυθεϊστές της αρχαιότητας που επισκέπτονταν πολλές χώρες. Ούτε και τίποτα έλκυε την προσοχή τους τα πρώτα χρόνια της Διασποράς. Το πολύ - πολύ, αυτές οι εσωστρεφείς κοινότητες που ήταν διεσπαρμένες μεταξύ των εθνών, να θεωρούνταν απλώς περίεργα φαινόμενα. Ο Ηρόδοτος που επισκέφθηκε και την Ελεφαντίνη, δεν έγραψε στην Ιστορία του τίποτα για τη φρουρά της που ήταν εβραϊκή. Αλλά η Διασπορά, εδραιώνοντας αθόρυβα τη θέση της μέσα στον αρχαίο κόσμο, ήταν το στάδιο στο οποίο προετοιμαζόταν η αναπόφευκτη σύγκρουση των πιστών του Ενός Θεού με τους πιστούς των ειδωλολατρικών θεοτήτων.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ
Η διασπορά των Εβραίων άρχισε περί τον 9ο αιώνα π.Χ., και τροφοδοτούμενη από μεταναστεύσεις από την Ιουδαία, αυξήθηκε μέχρι που η Βαβυλώνα, η Αίγυπτος, και τελικά και η Ρώμη, έγιναν σημαντικά εβραϊκά κέντρα, πολύ πριν τη χριστιανική εποχή. Από αυτά τα κέντρα η διασπορά απλώθηκε και έφτασε να περιβάλλει ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, φθάνοντας μέχρι την Περσία, την Αρμενία, την Αραβία, την Αβησσυνία, την Ισπανία και τη Βρεττανία.[5] Αν και υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για το μέγεθος της διασποράς, οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις την υπολογίζουν σε περίπου 4.000.000 ανθρώπους, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., συν ένα ακόμα εκατομμύριο στην Ιουδαία, οπότε το σύνολο των Εβραίων αποτελούσε το 1/8 της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[6]
Αντίθετα με μία κοινά διαδεδομένη άποψη, οι Εβραίοι της διασποράς δεν κατείχαν κάποια ιδιαίτερη θέση στην οικονομική δομή του αρχαίου κόσμου. Η κατανομή τους στους διάφορους τομείς της οικονομίας αντανακλούσε αρκετά πιστά το γενικό πλαίσιο που υπήρχε. Προερχόμενοι από ένα γεωργικό έθνος, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς - ίσως η πλειονότητα - ήταν αγρότες. Πολύ λίγοι, ιδιαίτερα όσοι είχαν μεταναστεύσει εθελοντικά και είχαν έρθει στις πόλεις, ασχολούνταν με το εμπόριο. Ασχολούνταν με όλες τις τέχνες και τις βιομηχανίες της αρχαιότητας και τελικά απέκτησαν το μονοπώλιο ορισμένων, όπως της υαλουργίας, της υφαντουργίας και της βαφής υφασμάτων. Καθώς η απομόνωσή τους μειωνόταν, κατά τους Ελληνο-ρωμαϊκούς χρόνους, ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και άλλα επαγγέλματα, και είχαν επίσης μέρος στα δημόσια λειτουργήματα, ιδιαίτερα στα εφοριακά και στρατιωτικά.
Οι πρώτες επαφές των Εβραίων με τον αρχαίο κόσμο ήταν γενικά ομαλές. Η απροθυμία πολλών εξορίστων να επιστρέψουν στην Ιουδαία μετά την απελευθέρωσή της κι η ολοένα αυξανόμενη έλξη της Αιγύπτου και των άλλων ελληνιστικών κέντρων, έκαναν τους Εβραίους της Ιουδαίας να γράψουν αρκετά γι’ αυτό. Επιπλέον οι αρχαιότερες φιλολογικές αναφορές σε Ιουδαίους τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα, αν και τόσο ελλιπείς σε γνώσεις σχετικά με τον Ιουδαϊσμό, δεν είναι εχθρικές. Ο Θεόφραστος είχε παράξενες ιδέες για τις ιουδαϊκές τελετουργίες και αποκαλούσε τους Εβραίους «φυλή φιλοσόφων». Ο Κλέαρχος, μαθητής του Αριστοτέλη, τους θεωρούσε «απογόνους των φιλοσόφων της Ινδίας», μία άποψη που απέδιδε στον δάσκαλό του. Ο Μεγασθένης και ο Έρμιππος, παρόμοια, τους θεωρούσαν γένος ενός ξένου φιλόσοφου, και ο τελευταίος ισχυριζόταν πως μερικές από τις ιδέες του Πυθαγόρα είχαν ιουδαϊκή προέλευση.
Η ισοπέδωση του Ναού στην εβραϊκή αποικία της Ελεφαντίνης της Αιγύπτου (410 π.Χ.) δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί πράξη αντισημιτισμού. Μάλλον ήταν μία πράξη που υπαγορεύτηκε από πολιτικά κίνητρα και θρησκευτικό φανατισμό. Η εβραϊκή φρουρά που στάθμευε εκεί, προάσπιζε τα περσικά συμφέροντα. Όπως είναι φυσικό, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι αντιστέκονταν στην περσική κυριαρχία και απέκτησαν κακή διάθεση απέναντι στους Εβραίους εκπρόσωπους των εχθρών τους. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα επειδή οι Εβραίοι θυσίαζαν ζώα, όπως το κριάρι, που λατρεύονταν ως ιερά από τους Αιγύπτιους, και αυτό θεωρήθηκε ιεροσυλία.
Παραδοσιακά θεωρείται ότι η ιστορία του αντισημιτισμού άρχισε με την ιστορία του Αμάν, που αναφέρεται στο βιβλίο της Εσθήρ. Ο Αμάν, μέγας σύμβουλος του βασιλιά της Περσίας Ασσουήρη (Ξέρξη Α', 486-465 π.Χ.), εξοργίστηκε από την άρνηση του Εβραίου Μαροδοχαίου να τον προσκυνήσει, και προειδοποίησε τον βασιλιά με αυτά τα λόγια: «Υπάρχει ένας λαός διεσπαρμένος σε όλες τις επαρχίες της βασιλείας σου, που ξεχωρίζει από τους άλλους λαούς. Οι νόμοι τους είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των λαών, και δεν τηρούν τους νόμους του βασιλέα» (Εσθήρ 3:8). Οι περισσότεροι ιστορικοί απορρίπτουν την ιστορικότητα αυτού του κειμένου επειδή μοιάζει να αντανακλά μάλλον την εποχή των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.Χ., παρά την περσική εποχή του 5ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, το κείμενο είναι σημαντικό, επειδή πολύ περιεκτικά μας δίνει τον τρόπο σχηματισμού της κλασσικής αντίδρασης απέναντι στην εβραϊκή άρνηση να αναμιχθούν με τους άλλους λαούς και να λατρεύσουν εθνικούς θεούς, άρνηση που έμελλε να ηχεί δια μέσου όλων των αιώνων που θα ακολουθούσαν.

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.), οι Εβραίοι έπαψαν να μένουν απαρατήρητοι. Ο Μακεδόνας κατακτητής, μαθητής του Αριστοτέλη και επιμελής προπαγανδιστής του ελληνικού τρόπου ζωής, άφησε πίσω του έναν κόσμο που γρήγορα γινόταν ελληνιστικός. Ενάντια σε αυτήν την πρώτη πολιτισμική ενοποίηση, οι εβραϊκές κοινότητες - που τώρα πλέον είχαν αυξηθεί σε μέγεθος και επιρροή - πρόβαλλαν ως κάτι το τελείως μοναδικό. Αντίθετα με όλους τους Έλληνες, Ασιάτες, και αργότερα Ρωμαίους, γείτονες τους, οι Εβραίοι δεν δέχονταν τη θέση τους ως μέσοι πολίτες των πόλεων στις οποίες έμεναν. Συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως την Αγία Πόλη, στην οποία έστελναν τα δίδραχμα κάθε χρόνο, ως προσωπικό φόρο, εκεί όπου υψωνόταν ο ναός του Γιαχβέ, του αληθινού Θεού, του αόρατου και υπερβατικού, ο Οποίος αρνιόταν να πάρει τη θέση Του στο πάνθεον της αυτοκρατορίας.
Θεωρώντας τις χώρες που τους φιλοξενούσαν «ξένη γη», και τους κατοίκους τους δεισιδαίμονες, οι Εβραίοι συνήθως κατοικούσαν σε ιδιαίτερη περιοχή κάθε πόλης. Το «γκέτο» ήταν μία εκούσια πραγματικότητα εκατοντάδες χρόνια πριν εφευρεθεί ο όρος και οριστεί η σχετική νομοθεσία. Όμως, για τους υπερήφανους κληρονόμους του Όμηρου, του Περικλή και του Αριστοτέλη, η επιφυλακτική στάση των Εβραίων ήταν μία ανυπόφορη αλαζονεία. Πεπεισμένοι ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος», αντέκρουαν τα επιχειρήματα για ανωτερότητα ή προνόμια ενός λαού, που θεωρούσαν ότι δεν διακρίνεται πολιτικά και πολιτιστικά από τους άλλους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο υπερήφανων και ανόμοιων νοοτροπιών ήταν μόνο θέμα χρόνου.
Τα πρώτα καθαρά ίχνη ενός ειδικού αντιεβραϊκού συναισθήματος εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο του 3ου αιώνα. Το μέρος δεν ήταν τυχαίο. Η Αίγυπτος δεν ήταν μόνον η καρδιά της διασποράς, αλλά και το πιο προοδευμένο μέρος του Ελληνισμού έξω από την Ελλάδα. Η Αλεξάνδρεια ήταν μία δεύτερη Αθήνα. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, οι ασταθείς συνθήκες στην Ιουδαία προκάλεσαν αυξημένες μεταναστεύσεις Εβραίων στην Αίγυπτο, αυτόν τον κρατήρα του εβραϊκού έθνους που ποτέ δεν έπαψε να τραγουδάει το τραγούδι των σειρήνων προς τον λαό Ισραήλ. Ο κυριότερος αποδέκτης αυτής της εισροής Εβραίων ήταν η Αλεξάνδρεια, το νέο «εμπορικό κέντρο του Δυτικού κόσμου» (Στράβων), που είχε ιδρυθεί από τον Μέγα Αλέξανδρο, και γρήγορα έγινε η εμπορική και πολιτιστική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου.
Οι Εβραίοι είχαν προσκληθεί να έρθουν και να κατοικήσουν εκεί από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ο οποίος τους είχε δώσει ένα ιδιαίτερο τμήμα της πόλης, για να μπορούν να ζουν εκεί σύμφωνα με το Νόμο τους, ξεχωριστά από τους άλλους. Σύμφωνα με εβραϊκές παραδόσεις ο Αλέξανδρος είχε εκτιμήσει το γένος των Εβραίων και τον Θεό του Ισραήλ, προσφέροντας μάλιστα θυσία στο Ναό, όταν πέρασε από την Ιερουσαλήμ.
Στην αρχή της χριστιανικής εποχής, οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας αριθμούσαν 100.000 και αποτελούσαν τα 2/5 της πόλης. Τους επιτρεπόταν να έχουν δική τους γερουσία και εθνάρχη (κυβερνήτη), ήταν δραστήριοι στο εμπόριο, είχαν μονοπώλιο στο εμπόριο σταριού και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου. Είχαν σημαντική θέση στον φορολογικό τομέα και μερικοί είχαν γίνει πολύ πλούσιοι - επίτευγμα που προκαλούσε ζήλεια στους Έλληνες, Σύριους και Αιγύπτιους, που επιζητούσαν την ίδια επιτυχία. Όλοι οι Αλεξανδρινοί Εβραίοι δεν ήταν θρησκευόμενοι φιλόσοφοι ευγενούς χαρακτήρα όπως ο Φίλων, και αν πιστέψουμε τον αυτοκράτορα Αδριανό, οι στόχοι τους δεν ήταν πολύ υψηλοί: «Ο Ένας Θεός τους είναι το χρήμα. Οι Χριστιανοί λατρεύουν το χρήμα, οι Εβραίοι επίσης, το ίδιο κάθε άνθρωπος». Η αρχαία ξενοφοβία, επιπρόσθετα, υπήρχε ακόμα στους Αιγύπτιους που προσβάλλονταν από την ανοχή που έδειχναν οι Έλληνες και Ρωμαίοι κατακτητές προς τους Εβραίους. Αλλά, πάνω από όλα, η εβραϊκή άρνηση να δεχτούν τα κοινώς αποδεκτά θρησκευτικά και κοινωνικά πρότυπα, πίκραινε τον έντονα εξελληνισμένο πληθυσμό. Η Αλεξάνδρεια έμελλε να γίνει το κυριότερο κέντρο αντισημιτισμού στον αρχαίο κόσμο.
Οι πρώτες επιθέσεις ήρθαν από την πένα των Αλεξανδρινών συγγραφέων.[7] Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ένας Έλληνας ιστορικός των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., σε μία, κατά τα άλλα φιλική, αλλά μυθική, περιγραφή της προέλευσης και της πίστης των Εβραίων, έγραψε πως ο Μωυσής «σε ανάμνηση της εξορίας του λαού του, εισάγαγε έναν μισάνθρωπο και αφιλόξενο τρόπο ζωής». Αυτό το θέμα, της ταπεινωτικής καταγωγής και μισανθρωπίας, το πήρε ο Μανέθων, ένας Αιγύπτιος ιερέας και ιστορικός του ίδιου αιώνα, και το διάνθισε, γράφοντας ότι οι Εβραίοι αρχικά ήταν Αιγύπτιοι λεπροί και άρρωστοι, που εκδιώχθηκαν από τον βασιλιά Αμένωφι και οδηγήθηκαν από τον Μωυσή, ο οποίος τους δίδαξε να μη «σέβονται τους θεούς», να «σκοτώνουν τα ιερά ζώα» και να «μην έχουν καμία σχέση με αλλόθρησκους». Είναι πιθανόν η περιγραφή αυτή να κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ιστορικούς της εποχής. Μερικοί από αυτούς μπορεί να ήξεραν τη Βιβλική περιγραφή της Εξόδου, αλλά εφόσον ο πατριωτισμός τους δεν την έβρισκε καθόλου κολακευτική, προτιμούσαν τη δική τους διήγηση. Η συμβολή του Μανέθωνα στον αντισημιτισμό ήταν το κύρος που πρόσθεσε, ως επίσημος ιστορικός, σ’ αυτούς τους μύθους. Στο εξής, η μισανθρωπία των Εβραίων και η καταγωγή τους από τους λεπρούς, σπάνια έλειπαν από τις κατηγορίες του παγανιστικού αντισημιτισμού. Εμφανίστηκαν στα έργα του Χαιρέμωνα, του Λυσίμαχου, του Ποσειδώνιου, του Απολλώνιου Μόλωνα, και φυσικά του Απίωνα και του Τάκιτου - οι δύο τελευταίοι ήταν οι κολοφώνες του ελληνικού και ρωμαϊκού αντισημιτισμού αντίστοιχα. Η συκοφαντία της μισανθρωπίας, όπως και άλλες αντιεβραϊκές, χρησιμοποιήθηκε ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών.
Τον 2ο αιώνα, ο φιλολογικός αντισημιτισμός εμφανιζόταν σποραδικά. Ο Μνασέας της Πάτρου διακρίνεται για την εφεύρεση του μύθου ότι οι Εβραίοι λάτρευαν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή. Αυτή η συκοφαντία, επίσης, προοριζόταν να έχει μέλλον και εφαρμογή και στους Χριστιανούς. Ο Αγαθαρχίδης της Κνίδου, στο έργο του Ιστορία της Ασίας, έγραφε για τις «γελοίες πρακτικές» των Εβραίων και την «παραξενιά του Νόμου τους», ιδιαίτερα, την τήρηση του Σαββάτου. Κοροϊδευτικά τη συσχέτιζε με τον τρόπο που κατέλαβε την Ιερουσαλήμ ο Πτολεμαίος Λάγου, το 320 π.Χ.: οι κάτοικοί της δεν αντιστάθηκαν στον εισβολέα επειδή η επίθεση έγινε ημέρα Σαββάτου.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ
Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα, η ιστορία πήρε τη σκυτάλη από τους ανθρώπους των γραμμάτων και, στην αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιουδαίας, πεδίο της μάχης έγινε η ίδια η Ιερουσαλήμ. Η αλλαγή στην Ιουδαία από την περσική στην ελληνική κυριαρχία, και μετά, από τους Πτολεμαίους στους Σελευκίδες, άσκησε μία διαβρωτική επίδραση πάνω στον αυστηρό εθνικο-θρησκευτικό διαχωρισμό που είχαν εμφυτεύσει στον λαό ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Τάσεις αφομοίωσης, που τις έφεραν στην πατρίδα Εβραίοι μετανάστες, βρήκαν πολλούς οπαδούς, ακόμα και έκφραση στα ιερά κείμενα: «Ας πάμε και ας κάνουμε μία συνθήκη με τα έθνη που μας περιβάλλουν, γιατί από τότε που χωριστήκαμε από αυτά, πολλά κακά έχουν πέσει επάνω μας» (Α' Μακκαβαίων 1:12). Η πρόταση των οπαδών της αφομοίωσης βοηθήθηκε το 198 π.Χ. από τη νίκη των Σελευκιδών, οι οποίοι ήταν ενθουσιώδεις προπαγανδιστές του ελληνικού τρόπου ζωής. Οι Ελληνιστές της Ιερουσαλήμ, ενθαρρυμένοι από αυτή τη νίκη, δεν έχασαν την ευκαιρία να εισάγουν τις ελληνικές συνήθειες στο σώμα των ιουδαϊκών πρακτικών. Έφθασαν σε ακραίο σημείο, όταν ο τότε αρχιερέας Γιεσούα υιοθέτησε το όνομα Ιάσων, έβαλε ελληνικά σύμβολα στην Ιερουσαλήμ και προχώρησε τόσο, ώστε έφτασε να στέλνει δώρα του Ναού στον ελληνικό στίβο, που είχε φτιαχτεί κοντά στην Ιερουσαλήμ, και όπου γυμνοί Ιουδαίοι νέοι αγωνίζονταν κατά τα ελληνικά πρότυπα.
Σε μία τέτοια ατμόσφαιρα ήρθε ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.), φανατικός ελληνιστής, να φέρει το αποκορύφωμα. Ανυπόμονος με την αργή πρόοδο των ελληνιστών Εβραίων κατέλαβε την πόλη. Σκοτώνοντας και λεηλατώντας, μπήκε στον Ναό και μάλιστα στα Άγια των Αγίων και έκανε αφιέρωση του Ναού στον Ολύμπιο Δία. Η άσκηση του Μωσαϊκού Νόμου απαγορεύτηκε με ποινή θανάτου. Η αντίδραση σχεδόν όλων των Εβραίων ήταν βίαιη. Ενωμένοι υπό την ηγεσία των Μακκαβαίων, εξεγέρθηκαν και αποτίναξαν τον ζυγό των Σελευκιδών. Για πρώτη φορά από το 586 π.Χ. η Ιουδαία απόλαυσε σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία, επί περίπου 75 χρόνια.
Η εκπληκτική νίκη των Μακκαβαίων άναψε στις καρδιές των Εβραίων, όπου και αν βρίσκονταν, μία νέα αίσθηση ανεξαρτησίας και εθνικής υπερηφάνειας. Επίσης βοήθησε να εξισορροπηθεί η άνιση μάχη με τον Ελληνισμό. Στην Παλαιστίνη, οι Ασμοναίοι βασιλείς έκαναν επεκτατικούς πολέμους που δημιούργησαν σύνορα για το Ισραήλ, τέτοια που ποτέ δεν είχε μετά τη βασιλεία του Σολομώντα. Τα αποτελέσματα της νίκης ήταν έκδηλα και στη διασπορά, όπου η ελληνιστική αφομοίωση είχε προχωρήσει πολύ. Οι εβραϊκές κοινότητες στάθηκαν απέναντι στο πολιτιστικό κύμα που απειλούσε να τις πνίξει, και άρχισαν μία φιλολογική αντεπίθεση. Σε μία ομάδα μεσσιανικών βιβλίων οι Εβραίοι συγγραφείς εξυμνούσαν τις δόξες του Ισραήλ και οραματίζονταν τον τελικό θρίαμβό του πάνω σε όλα τα έθνη, κάτω από το σκήπτρο του Μεσσία [Χριστού].[8]
Το νέο πνεύμα συμπεριέλαβε και τους Εβραίους απολογητές, οι οποίοι μέσα στο άγχος τους να βρουν μία θέση για τον Ιουδαϊσμό ανάμεσα στον Ολύμπιο ήλιο, εξέθεταν τα ιουδαϊκά κατορθώματα με σημαντική προκατάληψη, περιγράφοντας τους Εβραίους ως γεννήτορες όλου του πολιτισμού. Ανάμεσα στους φιλοσόφους τους, ο Αριστόβουλος, ένας Μακεδόνας Ιουδαίος, δεν δίστασε να ισχυριστεί πως ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Όμηρος είχαν πάρει τις ιδέες τους από μία αρχαία ελληνική μετάφραση της Πεντάτευχου. Αλλά κανείς από αυτούς δεν προχώρησε τόσο, όσο κάποιοι πλαστογράφοι, που ενσωματώνοντας γνωστούς παγανιστές συγγραφείς στα κείμενά τους, συνθέτοντας φανταστικές αναφορές από αυτούς, και αποδίδοντας ιουδαϊκή προέλευση σε ολόκληρα εθνικά βιβλία, προσπάθησαν να εξυψώσουν τον Ιουδαϊσμό. Τα ψευδεπίγραφα του Εκαταίου και του Αριστέα είναι εμφανή δείγματα τέτοιας προπαγάνδας.
Φυσικά αυτές οι προσπάθειες συνάντησαν την αντίδραση των σωβινιστών εθνικών συγγραφέων. Αυτό που τους ανησυχούσε πιο πολύ ήταν η επιτυχία που είχαν οι προσηλυτιστικές προσπάθειες των Εβραίων. Οι προσχωρήσεις στον Ιουδαϊσμό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο αυτήν την περίοδο, ιδιαίτερα στις τάξεις των καλλιεργημένων. Πολλοί ειδωλολάτρες ειλικρινούς καρδιάς, απογοητευμένοι από την πνευματική φτώχεια των θρησκειών τους και την ηθική κατάπτωση των μαζών, ήταν ώριμοι για την πρόσκληση του αγνού μονοθεϊσμού και των σταθερών ηθικών νόμων που πρόβαλλαν οι Ιουδαίοι προσηλυτιστές. Και αφού η ιουδαϊκή πίστη, ιδιαίτερα στη διασπορά, είχε αποκτήσει μία όψη παγκοσμιότητας και ιεραποστολής, οι πόρτες της άνοιξαν διάπλατα σε αυτούς που χτυπούσαν. Μερικοί μπήκαν ως «προσήλυτοι δικαιοσύνης», δεχόμενοι ολοκληρωτικά τον Νόμο και την περιτομή. Άλλοι μπήκαν ως ημι-προσήλυτοι, που ονομάζονταν «Φοβούμενοι τον Θεό» ή «Ευλαβείς», και οι οποίοι έμεναν στο κατώφλι, πιστεύοντας στον Ένα Θεό, και κρατώντας μόνο το Σάββατο και λίγους ιουδαϊκούς νόμους. Η συνολική εισροή πρέπει να ήταν μεγάλη, γιατί από τις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τον Ιώσηπο, η τήρηση των εβραϊκών νόμων υπήρχε σε κάθε έθνος και πόλη. Και ο Σενέκας παραπονιόταν πικρά για το ότι οι Ιουδαίοι «έχουν επικρατήσει τόσο, ώστε είναι αποδεκτοί παντού σε όλο τον κόσμο: οι κατακτημένοι έχουν δώσει τους νόμους τους στους κατακτητές».
Τώρα πλέον, η θέση των Εβραίων λίγο έμοιαζε με εκείνη του προηγούμενου αιώνα ή και παλαιότερα. Ένας μικρός, αφιερωμένος λαός, τώρα πλέον αντιπροσώπευε ένα προσηλυτιστικό έθνος με επιρροή, ένα έθνος που είχε γίνει απειλητικός αντίπαλος των καλύτερων προσπαθειών του ελληνικού πολιτισμού, ξεπερνώντας τον σε πνευματική επιρροή και θρησκευτική επιμέλεια.
Η Ελλάδα δέχτηκε την πρόκληση με κακή διάθεση. Στις πόλεις στις οποίες οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ακολούθησαν ανοιχτές εκδηλώσεις εχθρότητας. Ο Ιώσηπος αναφέρει ένα διωγμό από τον Πτολεμαίο Φύσωνα το 146 π.Χ., αλλά η περιγραφή αμφισβητείται, γιατί δείχνει έντονα σοβινιστικά χαρακτηριστικά. Μεγαλύτερη αξιοπιστία υπάρχει στην αναφορά του Ιορδάνη (6ος αιώνας μ.Χ.) για τον διωγμό που έγινε το 88 π.Χ., αλλά που ο Ιώσηπος τοποθετεί 40 χρόνια νωρίτερα. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια χρονολογιών ή περιγραφών σ’ αυτές τις αναφορές, είναι φανερό πως η διαμάχη των Εβραίων με τους Εθνικούς είχε φτάσει στο σημείο της σύγκρουσης. Οι αντιπαραθέσεις μπορούν να αποδοθούν, σε σημαντικό βαθμό, στους πολιτικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς, αλλά επίσης και στη συμπεριφορά των Εβραίων, οι οποίοι από την ίδρυση της Αλεξάνδρειας και μετά, όπως γράφει ο Juster, «ήταν σε διαρκή αναβρασμό». Αλλά από μόνοι τους αυτοί οι παράγοντες δεν αρκούσαν για να φέρουν την αντιπαράθεση στο σημείο που είχε φτάσει. Το μίσος απέναντι στον διαχωρισμό και τους θρησκευτικούς ισχυρισμούς των Εβραίων, έπαιξε αναμφίβολα εξίσου σημαντικό ρόλο.

Ο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ
Η μεγάλη αντίδραση ήρθε πάλι από τους ανθρώπους των γραμμάτων, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς φύλακες του ελληνιστικού πολιτισμού. Πρωτοστατούσαν ανάμεσά τους οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, που κατά κανόνα είχαν την Αλεξάνδρεια ως διαμονή ή επιρροή. Οι πρώτοι, ένθερμοι προσηλυτιστές, είχαν θορυβηθεί από τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την επιτυχία του. Οι δεύτεροι, σκεπτικιστές φιλόσοφοι, αντιδρούσαν στην ιουδαϊκή χρήση των ελληνικών πηγών. Οι Έλληνες ιστορικοί, στο μεταξύ, συνέχιζαν να υπερβάλλουν τις δόξες του έθνους τους σε βάρος των νεόκοπων από την Ιουδαία.
Ο Ποσειδώνιος, Στωικός φιλόσοφος και ιστορικός, συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε ο Εκαταίος και ο Μανέθων, έδωσε μεγαλύτερη κυκλοφορία στους μύθους της εκδίωξης των Ισραηλιτών ως λεπρών από την Αίγυπτο. Τους περιέγραφε ως «ασεβή λαό, μισούμενο από τους θεούς» και κατηγορούσε τον Μωυσή ότι τους οδήγησε σε «μισανθρωπία και διαστροφή», και ότι τους δίδαξε «νόμους αντίθετους με την ανθρωπότητα και τη δικαιοσύνη». Ανέφερε επίσης ότι όταν ο Αντίοχος ο Επιφανής παραβίασε τα Άγια των Αγίων θυσίασε ένα τεράστιο γουρούνι πάνω στο βωμό και υποχρέωσε τους Εβραίους να το φάνε. Αυτή η σαρδόνια αναφορά στην εβραϊκή απέχθεια για το χοιρινό, είναι η μόνη αυθεντική συνεισφορά του Ποσειδώνιου στις αντισημιτικές επινοήσεις, και η οποία παρέμεινε και στο μέλλον.
Ο Απολλώνιος Μόλων, ο διάσημος ρήτορας της εποχής και δάσκαλος του Κικέρωνα και του Καίσαρα, ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα ολόκληρο έργο κατά των Εβραίων, εγκαινιάζοντας έτσι την αλυσίδα της βιβλιογραφίας Αdversus Judaeos [Kατά Ιουδαίων], που φθάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Το μόνο που έχουμε από αυτό το έργο είναι ένα απόσπασμα που βρίσκεται στον Πολυίστωρα και μερικές περιληπτικές αναφορές στο Κατά Απίωνος του Ιώσηπου. Όπως και οι περισσότεροι αντισημίτες συγγραφείς, ο Μόλων επαναλαμβάνει σχεδόν όλες τις κατηγορίες των προκατόχων του: οι Εβραίοι είναι άθεοι, μισούν τους ξένους, και έχουν παράξενες δεισιδαιμονίες. Η δική του συνεισφορά περιλαμβάνει μία επίθεση στον εβραϊκό Νόμο, τον οποίο θεωρεί ότι «στερείται αλήθειας και δικαιοσύνης». Τα υπόλοιπα είναι απλές ύβρεις: Ο Μωυσής ήταν ένας απατεώνας, οι Εβραίοι είναι δειλοί αλλά και τολμηροί (ο Μόλων δεν φαίνεται να παρατηρεί την αντίφασή του), άχρηστοι, τρελοί, και «οι πιο παράλογοι από όλους τους βαρβάρους».
Περνώντας από τον Μόλωνα στον Απίωνα, την ψηλότερη βουνοκορφή του Ελληνο-ασιατικού αντισημιτισμού, μπαίνουμε στη χριστιανική εποχή, περνώντας μόνο πάνω από μερικούς λοφίσκους του αντισημιτισμού. Αυτοί είναι ο Λυσίμαχος, ο Χαιρέμων, και ο Δημόκριτος, που το μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τις παλιές κατηγορίες. Οι πρώτοι δύο πρόσθεσαν ελάχιστα δικά τους στην ιστορία του Μανέθωνα για την Εξοδο. Ο ιστορικός Δημόκριτος, στο έργο του Περί Ιουδαίων, επαναλαμβάνει την κατηγορία του Μνασέα ότι λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή και, σύμφωνα με τον ιστορικό Σουίδα, τους κατηγορεί ότι «κάθε επτά χρόνια πιάνουν ένα ξένο, τον οδηγούν στο Ναό τους και τον προσφέρουν θυσία κόβοντάς τον κομματάκια». Έτσι γεννιέται η συκοφαντία του τελετουργικού φόνου, η οποία θα χρησιμοποιηθεί ξανά εναντίον των πρώτων Χριστιανών, και έπειτα πάλι εναντίον των Εβραίων, από τον 12ο αιώνα και μετά συνεχώς, προξενώντας στην πορεία της ποταμούς εβραϊκού αίματος.
Ο Απίων - πολιτογραφημένος Αλεξανδρινός ρήτορας - παίρνει τη θέση του στην ιστορία του αντισημιτισμού ως ο πρώτος τιτάνας. Κατεχόμενος από ένα παθιασμένο μίσος κατά των Εβραίων, αυτός ο ματαιόδοξος και αναξιόπιστος άνθρωπος, κέρδισε τη φήμη του αγύρτη και καυχησιάρη. Ο Πλίνιος αναφέρει τη γνώμη του αυτοκράτορα Τιβέριου (14-37 μ.Χ.) γι’ αυτόν: cymbalum mundi (το κύμβαλο του κόσμου). Η επίθεση του Απίωνα κατά των Εβραίων, που βρίσκεται πιο πολύ στο έργο του Αιγύπτου Ιστορία, δεν περιείχε ουσιαστικά τίποτα που να μην είχε διατυπωθεί πρωτύτερα, αλλά η κακόβουλη χρήση του υλικού που διέθετε και ο πικρόχολος τόνος του, τού εξασφάλισαν τη διάκριση. Η ψευδο-ιστορία της Εξόδου επαναλαμβάνεται, αλλά οι λεπροί τώρα ενώνονται με τους «τυφλούς και κουτσούς», και ο αριθμός τους είναι 110.000. Το Σάββατο, έγραψε, «θεσπίστηκε εξαιτίας μιας αναπηρίας στα κόκκαλα, που είχαν οι Εβραίοι όταν έφυγαν από την Αίγυπτο, και τους ανάγκασε να αναπαυθούν την έβδομη ημέρα». Στη συνήθη κατηγορία της μισανθρωπίας, ο Απίων προσθέτει ότι οι Εβραίοι είναι δεμένοι με όρκο «να μη βοηθούν τους ξένους». Κατηγορεί τους Εβραίους ότι, επειδή δεν λατρεύουν τους θεούς της πόλης, υποκινούν σε ανταρσία τους ανθρώπους. Τους κοροϊδεύει επειδή κάνουν θυσίες ζώων, δεν τρώνε χοιρινό, και κάνουν περιτομή, και επειδή λατρεύουν μία χρυσή γαϊδουροκεφαλή, που δήθεν ο Αντίοχος ο Επιφανής ανακάλυψε στον Ναό.
Αλλά ο Αντίοχος, λέει ο Απίων, ανακάλυψε και έναν Έλληνα που τον έτρεφαν πλούσια, με σκοπό να τον θυσιάσουν και να τον φάνε. Ο Ιώσηπος παραθέτει την εκδοχή του Απίωνα για τον φοβερό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Εβραίοι κάθε χρόνο θυσίαζαν στον Ναό έναν Έλληνα και μετά τον έτρωγαν. Η τερατώδης διήγηση του «τελετουργικού φόνου» είχε ήδη βρει την κλασσική της έκφραση.
Δύο Εβραίοι πρωτοπόροι απολογητές μπήκαν στη μάχη εναντίον του Απίωνα. Το έργο του Φλαβίου Ιώσηπου Κατά Απίωνος, στο οποίο ο Ιώσηπος δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνησή του για τον Απίωνα, τον αποκάλεσε «άνθρωπο πολύ κακής ηθικής, που σε όλη του τη ζωή ήταν ένας αγύρτης». Ο Φίλων, ο διάσημος Εβραίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, αντιμετώπισε τον Απίωνα στη Ρώμη το 39 μ.Χ., διευθύνοντας μία αντιπροσωπεία με σκοπό να υπερασπιστεί την εβραϊκή υπόθεση μπροστά στον Καλιγούλα, επειδή είχαν ξεσπάσει αντιεβραϊκές οχλαγωγίες στην Αλεξάνδρεια, υπό την ηγεσία του Φλάκκου. Ο Απίων, αντιπροσωπεύοντας την αντισημιτική παράταξη, δεν είχε δυσκολία να πείσει τον παράφρονα αυτοκράτορα ότι η εβραϊκή άρνηση να βάλουν αγάλματά του στους ναούς τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει τις βίαιες εκδηλώσεις εναντίον τους. Αλλά εδώ βρισκόμαστε ήδη στη ρωμαϊκή περίοδο, ένα επόμενο στάδιο στην ιστορία του αντισημιτισμού.
Μετά τον Απίωνα, ο ελληνικός αντισημιτισμός κόπασε. Η πολιτική και η πολιτιστική ηγεμονία είχε περάσει πλέον στη Ρώμη, και ο Ελληνισμός είχε χάσει μεγάλο μέρος από το αγέρωχο σφρίγος του. Από εδώ και πέρα οι πιο πολλοί Έλληνες συγγραφείς έδειξαν μία νέα ανοχή προς τους Εβραίους, καθώς ο αντισημιτισμός επέστρεφε στην αρχική έκδοσή του: ο λαός Ισραήλ ήταν μία παραξενιά. Ο Πλούταρχος είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης: χρησιμοποιώντας πλήθος ψεύτικων πληροφοριών γράφει με αδιαφορία για τους Ιουδαίους. Ο Κέλσος, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιλαμβάνει και τους Χριστιανούς στην περιφρόνηση που δείχνει για τους Ιουδαίους. Ακόμα και τότε δεν μπορούσε να μην κατηγορήσει τους Ιουδαίους πως «υπερηφανεύονται για τους εαυτούς τους ότι κατέχουν μία ανώτερη σοφία και απορρίπτουν την παρέα άλλων ανθρώπων». Η τελευταία επίθεση του ελληνικού αντισημιτισμού - και πολύ βίαιη - ήρθε τον 3ο αιώνα από τον σοφιστή Φιλόστρατο, ο οποίος μας μεταφέρει πάλι πίσω στον Μόλωνα και στον Απίωνα, ωστόσο όμως δεν λέει τίποτα πρωτότυπο.
από το βιβλίο
«Αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις
[1] Εδώ με τον όρο «Ιουδαίοι» ή «Εβραίοι», δηλώνουμε οποιοδήποτε μέλος της θρησκείας του Μωυσή, αν και μερικοί ιστορικοί θέλουν να διακρίνουν τους όρους «Ισραηλίτες», «Εβραίοι», «Ιουδαίοι». Αν και ο όρος «Ισραήλ» είναι αυτός που χρησιμοποιείται στη Βίβλο, ο όρος «Ιουδαίος» προέρχεται από τη φυλή Ιούδα, και εισήχθηκε από τους Εθνικούς την περίοδο των Μακκαβαίων, αλλά αργότερα υιοθετήθηκε και από τη Διασπορά. Ο όρος «Ισραήλ» διατηρήθηκε πιο πολύ για θρησκευτικές αναφορές, αλλά σήμερα είναι το όνομα του εβραϊκού κράτους, που ιδρύθηκε το 1948 και των υπηκόων του, των «Ισραηλινών». [Πάντως «Ιουδαίοι» ήταν ο όρος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σήμερα, χρησιμοποιούμε τη λέξη «Εβραίοι»].
[2] Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τους όρους B.C.E και C.E. (Προ Κοινής Εποχής - Κοινής Εποχής) αντί των π.Χ. και μ.Χ.
[3] Φλάβιος Ιώσηπος, ελληνιστής Εβραίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος δυσκολευόταν πολύ να δικαιολογήσει την αδιαφορία του ελληνικού κόσμου απέναντι στην ύπαρξη των Εβραίων. Η εξήγησή του ήταν ότι οι Εβραίοι, επειδή κατοικούσαν σε πεδινή χώρα, ζούσαν από τη γεωργία και κτηνοτροφία και έτσι δεν είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο όπως άλλοι λαοί. (Βλ. Against Apion, Ι, 12. The Life and Works of Flavius Josephus, μετ. W. Winston [New York: Holt, Rinehart and Winston, 1962], σ. 862-863).
[4] Ο Ηρόδοτος αναφέρει «Σύριοι της Παλαιστίνης» αλλά δεν λέει τίποτα περισσότερο γι’ αυτούς. Ο Theod. Reinach αμφισβητεί τη γνώμη του Ιώσηπου ότι ο Ηρόδοτος αναφέρεται στους Εβραίους. (Βλ. Reinach, Textes des autres Grecs et Romains relatifs aux Judaïsme [Paris: Leroux, 1895], no.1, σ. 4). Η εργασία αυτή είναι μια αυθεντική σύνθεση αρχαίων ρωμαϊκών και ελληνικών φιλολογικών αναφορών στους Εβραίους, και θα χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό το κεφάλαιο αντί των πρωταρχικών πηγών.
[5] Ο J. Juster απαριθμεί σχεδόν 500 πόλεις και κωμοπόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις οποίες υπάρχουν αποδείξεις για ύπαρξη εβραϊκού πληθυσμού [Βλ. Les Juifs dans l’ Empire Romain (Paris: Guenthner, 1914), I, 179-209].
[6] Ο Στράβων, ο Καππαδόκης ιστορικός που έγραψε κατά την αρχή της χριστιανικής περιόδου, προσθέτει αληθοφάνεια σ’ αυτούς τους υπολογισμούς με τον ισχυρισμό του ότι οι Εβραίοι «υπήρχαν ήδη σε όλες τις πόλεις και είναι δύσκολο να βρεις ένα μέρος πάνω στη γη που να κατοικείται και να μην έχει δεχτεί αυτή τη φυλή των ανθρώπων». (Fl. Josephus, Jewish Antiquities, ΧΙV, 7, 2, σ. 417). Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, επίσης, θα ανακάλυπταν αυτή την πραγματικότητα. Οι Πράξεις (2:5, 9-11) αναφέρουν ότι την ημέρα της Πεντηκοστής «Ιουδαίοι από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανό» είχαν έρθει στην Ιερουσαλήμ. Και ο Απόστολος Παύλος επισκεπτόταν τις εβραϊκές κοινότητες όπου πήγαινε. Η προφητεία που είχε δώσει η Σίβυλλα είχε επαληθευτεί: «Κάθε γη θα γεμίσει από σένα, και κάθε θάλασσα» (Οracula Sibylina, III, 271).
[7] Είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιά έκταση οι απόψεις αυτών των συγγραφέων δημιουργούσαν την αυξανόμενη λαϊκή εχθρότητα ή απλά αντανακλούσαν την υπάρχουσα, σχημάτιζαν ή σχηματίζονταν από την ιστορία. Φαίνεται πιθανό οι απόψεις αυτές να ήταν και αιτία και αποτέλεσμα, δίνοντας έκφραση στα συλλογικά αισθήματα, αλλά συμβάλλοντας και στη διαμόρφωσή τους.
[8] Τo Βιβλίο του Δανιήλ, το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ, και οι Σιβυλλικοί Χρησμοί εμφανίστηκαν αυτή την περίοδο.